Στους όρους θρόμβωσης που παρατίθενται περιλαμβάνονται όροι από συναφείς ιατρικούς κλάδους όπως αγγειολογία, αιματολογία, καρδιολογία, υπερηχογραφία, ανατομία, ορθοπεδική, γενετική. Κατά καιρούς το γλωσσάρι/λεξικό θα εμπλουτίζεται και ανανεώνεται, οπότε σε νέα επίσκεψη κοιτάτε αν το σύνολο των όρων έχει αυξηθεί. Για εκτενέστερο αγγλοελληνικό γλωσσάριο θρόμβωσης, καθώς και εν γένει ιατρικών όρων (20.000 όροι) και ορολογίας συναφών επιστημών χρησιμοποιήστε την αναζήτηση του Translatum με αποτελέσματα και σε άλλες γλώσσες όπως Γερμανικά (484.000 όροι), Γαλλικά (115.000 όροι), Ιταλικά (50.000 όροι) και Ισπανικά (28.000 όροι).
Αν ψάχνετε κάποιον όρο που δεν τον βρίσκετε εδώ, ρωτήστε στο Translatum.
(English-Greek thrombosis glossary. For more terms, look up in Translatum)
English | Greek |
---|---|
1,25-dihydroxyvitamin D3 | 1,25-διυδροξυχοληκαλσιφερόλη, 1,25-διυδροξυχολοασβεστιοτριόλη, ασβεστιοτριόλη, καλσιτριόλη, 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 |
2D ultrasound | δισδιάστατος υπέρηχος, δισδιάστατοι υπέρηχοι, δισδιάστατη υπερηχογραφία, διδιάστατος υπέρηχος, διδιάστατοι υπέρηχοι, διδιάστατη υπερηχογραφία |
3D ultrasound | τρισδιάστατος υπέρηχος, τρισδιάστατοι υπέρηχοι, τρισδιάστατη υπερηχογραφία, τριδιάστατος υπέρηχος, τριδιάστατοι υπέρηχοι, τριδιάστατη υπερηχογραφία |
4D ultrasound | τετραδιάστατος υπέρηχος, τετραδιάστατοι υπέρηχοι, τετραδιάστατη υπερηχογραφία |
7-hydroxycoumarin | 7-υδροξυκουμαρίνη, ουμπελιφερόνη |
abdominojugular reflux (AJR) | κοιλιοσφαγιτιδική παλινδρόμηση |
abdomino-jugular reflux (AJR) | κοιλιοσφαγιτιδική παλινδρόμηση |
above-knee stockings | κάλτσες άνω γόνατος |
accessory saphenous vein (ASV) | επικουρική σαφηνής φλέβα (ΕΣΦ) |
acenocoumarol (Sintrom) | ασενοκουμαρόλη |
acetylsalicylic acid (ASA) | ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ΑΣΟ), ασπιρίνη |
acoustic pulse thrombolysis (APT) | θρομβόλυση με ακουστικούς παλμούς, θρομβόλυση με ακουστικό παλμό |
activated coagulation time (ACT) | ενεργοποιημένος χρόνος πήξης, ενεργοποιημένος χρόνος πήξεως |
activated partial thromboplastin time (aPTT) | χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης, ενεργοποιημένος χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης, χρόνος μερικώς ενεργοποιημένης θρομβοπλαστίνης |
acute bilateral lower limb arterial thrombosis | αμφοτερόπλευρη οξεία θρόμβωση αρτηριών κάτω άκρων |
acute compartment syndrome (ACS) | οξύ σύνδρομο διαμερίσματος |
acute lower extremity compartment syndrome (ALECS) | οξύ σύνδρομο διαμερίσματος κάτω άκρου |
acute, recurrent, deep vein thrombosis | οξεία, υποτροπιάζουσα εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση | οξεία, υποτροπιάζουσα εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
adhesive phlebitis | αποφρακτική φλεβίτιδα, πλαστική φλεβίτιδα, συγκολλητική φλεβίτιδα |
aescin | αισκίνη |
afibrinogenemia | ανινωδογοναιμία, ινωδογονοπενία |
air-plethysmography (APG) | αεροπληθυσμογραφία |
alpha 2-antiplasmin | αναστολέας πλασμίνης, άλφα 2-αντιπλασμίνη, α2-αντιπλασμίνη |
ambulatory venous pressure (AVP) | περιπατητική φλεβική πίεση |
American Association for Vascular Surgery (AAVS) | Αμερικανική Ένωση Αγγειοχειρουργικής, Αμερικανική Αγγειοχειρουργική Εταιρεία |
American Board of Phlebology (ABPh) | Αμερικανικό Συμβούλιο Φλεβολογίας |
American Board of Venous and Lymphatic Medicine (ABVLM) | Αμερικανική Επιτροπή Φλεβικής και Λεμφατικής Ιατρικής |
American College of Angiology (ACA) | Αμερικανικό Κολέγιο Αγγειολογίας |
American Society of Angiology (ASA) | Αμερικανική Εταιρεία Αγγειολογίας |
American Society of Interventional and Therapeutic Neuroradiology (ASITN) | Αμερικανική Εταιρεία Επεμβατικής και Θεραπευτικής Νευροακτινολογίας |
American Vein and Lymphatic Society (AVLS) | Αμερικανική Εταιρεία Φλεβών και Λέμφου, Αμερικανική Φλεβική και Λεμφική Εταιρεία |
American Venous Forum (AVF) | Αμερικανικό Φλεβολογικό Φόρουμ |
American Venous Forum Foundation (AVFF) | Ίδρυμα Αμερικανικού Φλεβολογικού Φόρουμ |
angiectasia | αγγειοεκτασία, αιμαγγειοεκτασία |
angiectasis | αγγειεκτασία, αγγειοεκτασία, αιμαγγειοεκτασία |
angiectatic | αγγειεκτατικός |
angiectomy | αγγειεκτομή, αγγειοεκτομή, εκτομή αγγείου |
angiitis | αγγειίτιδα, αγγειίτις, φλεγμονή αγγείου |
angiogenesis | αγγειογένεση, αγγειοπλασία, αγγειοποίηση |
angiographer | αγγειοδιαγνώστης, αγγειοδιαγνώστρια, αγγειογράφος |
angiography | αγγειογραφία |
angiological | αγγειολογικός |
angiologist | αγγειολόγος |
angiology | αγγειολογία |
angioplastics | αγγειοπλαστική |
angioplasty | αγγειοπλαστική |
angioscope | αγγειοσκόπιο |
angioscopy | αγγειοσκοπία, αγγειοσκόπηση |
angiotelectasia | τελαγγειεκτασία, τηλαγγειεκτασία, αγγειοτελεκτασία |
angiotelectasis | τελαγγειεκτασία, τηλαγγειεκτασία, αγγειοτελεκτασία |
Anglo-Scandinavian Study of Early Thrombolysis (ASSET) | Αγγλο-Σκανδιναβική Μελέτη Πρώιμης Θρομβόλυσης |
ankle flare | ερύθημα αστραγάλου, υπεραιμική αντίδραση αστραγάλου |
ankle-brachial index (ABI) | σφυροβραχιόνιος δείκτης (ΣΦΔ), σφυρο-βραχιόνιος δείκτης (ΣΦΔ), σφυροβραχιόνιος αρτηριακός δείκτης (ΣΑΔ), κνημοβραχιόνιος δείκτης (ΚΒΔ), κνημο-βραχιόνιος δείκτης (ΚΒΔ) |
ankle-brachial pressure index (ABPI) | σφυροβραχιόνιος δείκτης (ΣΦΔ), σφυρο-βραχιόνιος δείκτης (ΣΦΔ), σφυροβραχιόνιος αρτηριακός δείκτης (ΣΑΔ), κνημοβραχιόνιος δείκτης (ΚΒΔ), κνημο-βραχιόνιος δείκτης (ΚΒΔ) |
anterior accessory saphenous vein (AASV) | πρόσθια επικουρική σαφηνής φλέβα (ΠΕΣΦ) |
anterior thigh circumflex vein (ATCV) | πρόσθια περισπώμενη φλέβα του μηρού (ΠΠΦΜ) |
antiaggregant | αντιαιμοπεταλιακό, αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο |
anticoagulant alert card | κάρτα αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα λήψης αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα ασθενούς υπό αντιπηκτική αγωγή, κάρτα ασθενούς που λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή |
anticoagulant card | κάρτα αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα λήψης αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα ασθενούς υπό αντιπηκτική αγωγή, κάρτα ασθενούς που λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή |
anticoagulant-related (AR) | οφειλόμενος στα αντιπηκτικά, οφειλόμενος στην αντιπηξία |
anticoagulant-related bleeding (ARB) | αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, αιμορραγία οφειλόμενη στην αντιπηξία |
anticoagulant-related intracranial haemorrhage | ενδοκρανιακή αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία από αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία από αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία λόγω αντιπηξίας, ενδοκρανιακή αιμορραγία από την αντιπηξία |
anticoagulant-related intracranial hemorrhage | ενδοκρανιακή αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία από αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία από αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία λόγω αντιπηξίας, ενδοκρανιακή αιμορραγία από την αντιπηξία |
anticoagulated blood | αίμα που έχει υποβληθεί σε αντιπηκτική επεξεργασία, αίμα ασθενών που λαμβάνουν αντιπηκτική θεραπεία, αίμα ασθενούς που λαμβάνει αντιπηκτική θεραπεία, αίμα που έχει υποβληθεί σε αντιπηκτική διαδικασία, αίμα που περιέχει αντιπηκτικό |
anticoagulated patient | ασθενής που λαμβάνει αντιπηκτικά, ασθενής υπό αντιπηκτική αγωγή |
anticoagulated | που λαμβάνει αντιπηκτικά, υπό αντιπηκτική αγωγή, που έχει υποβληθεί σε αντιπηκτική επεξεργασία, που λαμβάνουν αντιπηκτική θεραπεία, που λαμβάνει αντιπηκτική θεραπεία, που έχει υποβληθεί σε αντιπηκτική διαδικασία, που περιέχει αντιπηκτικό |
anticoagulation alert card | κάρτα αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα λήψης αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα ασθενούς υπό αντιπηκτική αγωγή, κάρτα ασθενούς που λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή |
anticoagulation card | κάρτα αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα λήψης αντιπηκτικής αγωγής, κάρτα ασθενούς υπό αντιπηκτική αγωγή, κάρτα ασθενούς που λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή |
anticoagulation | αντιπηξία, αντίπηξη, καταστολή πήξης |
anticoagulation-associated intracerebral hemorrhage | ενδοκρανιακή αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία από αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία οφειλόμενη στα αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία από αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία λόγω αντιπηξίας, ενδοκρανιακή αιμορραγία από την αντιπηξία |
anti-embolism graduated compression stockings | αντιεμβολικές κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης |
anti-embolism stockings | αντιεμβολικές κάλτσες |
antiphospholipid syndrome (APS, APLS) | αντιφωσφολιπιδικό σύνδροµο (ΑΦΣ), σύνδρομο αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων, σύνδρομο Hughes |
antiplasmin | αντιπλασμίνη |
antiplatelet antibody (APAb) | αντιαιμοπεταλιακό αντίσωμα |
anti-platelet antibody (APAb) | αντιαιμοπεταλιακό αντίσωμα |
antiplatelet drug (APD) | αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο |
anti-platelet drug (APD) | αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο |
antiplatelet drug therapy (APDT) | θεραπεία με αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο |
anti-platelet plasma (APP) | αντιαιμοπεταλιακό πλάσμα |
antiplatelet therapy (APT) | αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία, αντιαιμοπεταλιακή αγωγή |
antiplatelet | αντιαιμοπεταλιακός |
anti-platelet | αντιαιμοπεταλιακός |
antithrombin deficiency | ανεπάρκεια αντιθρομβίνης |
antithrombocyte antibodies (ATAs) | αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα, αντι-αιμοπεταλιακά αντισώματα, αντιθρομβοκυτταρικά αντισώματα |
antithrombocytic antibodies (ATAs) | αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα, αντι-αιμοπεταλιακά αντισώματα, αντιθρομβοκυτταρικά αντισώματα |
aortic bifurcation | διχασμός της αορτής, διχασμός αορτής |
aortic thrombosis | θρόμβωση αορτής |
aortic valvuloplasty | βαλβιδοπλαστική αορτής, βαλβιδοπλαστική αορτής με μπαλόνι |
aortoiliac thromboendarterectomy | αορτολαγόνιος θρομβοενδαρτηρεκτομή |
apixaban (Eliquis) | απιξαμπάνη, απιξαβάνη |
argon beam coagulator | συσκευή διαθερμοπηξίας με δέσμες αργού |
argon plasma coagulation (APC) | θερμοπηξία με το αέριο του αργού |
arterial blockage | απόφραξη αρτηρίας, αρτηριακή απόφραξη |
arterial embolectomy catheter | καθετήρας αρτηριακής εμβολεκτομής |
arterial embolism | αρτηριακή εμβολή, εμβολή αρτηρίας |
arterial insufficiency | αρτηριακή ανεπάρκεια |
arterial occlusive disease (AOD) | αρτηριακή αποφρακτική νόσος |
arterial thrombosis | θρόμβωση αρτηρίας, αρτηριακή θρόμβωση |
arteriogenesis | αρτηριογένεση |
arteriological | αρτηριολογικός |
arteriologist | αρτηριολόγος |
arteriology | αρτηριολογία |
Arteriosclerosis, Thrombosis and Vascular Biology (ATVB) | Αρτηριοσκλήρυνση, Θρόμβωση και Αγγειακή Βιολογία |
arteriovenous fistula thrombosis | θρόμβωση αρτηριοφλεβώδους συριγγίου |
ascending phlebography | ανιούσα φλεβογραφία |
Asia Pacific Society of Cardiovascular and Interventional Radiology (APSCVIR) | Εταιρεία Καρδιαγγειακής και Επεμβατικής Ακτινολογίας Ασίας-Ειρηνικού |
Assessment of Thromboembolic Risk and Prophylaxis for Medical Patients in Switzerland (ESTIMATE) | εκτίμηση θρομβοεμβολικού κινδύνου και προφύλαξη για ασθενείς στην Ελβετία |
assessment of thromboembolic risk | εκτίμηση θρομβοεμβολικού κινδύνου |
Association of Thoracic and Cardiovascular Surgeons of America (ATCSA) | Αμερικανική Εταιρεία Χειρουργών Θώρακος και Καρδιάς-Αγγείων, Αμερικανική Εταιρεία Θωρακοχειρουργών και Καρδιοαγγειοχειρουργών |
atherectomy | αθηρεκτομή |
atheroembolism (AE) | αθηρωματική εμβολή, αθηροεμβολισμός |
atherosclerosis (AS, ATS) | αρτηριοσκλήρυνση, αρτηριοσκλήρωση, αθηροσκλήρυνση, αθηροσκλήρωση |
atherosclerotic plaque (AP, ASP) | αρτηριοσκληρωτική πλάκα, αρτηριοσκληρυντική πλάκα, αθηροσκληρωτική πλάκα |
atherothrombosis | αθηροθρόμβωση |
atherothrombotic | αθηροθρομβωτικός, αθηροθρομβωτική, αθηροθρομβωτικό |
atrial fibrillation (AF, A-fib, AFib) | κολπική μαρμαρυγή (κΜ) |
avascular necrosis | ανάγγειος νέκρωση |
avascular zone (AVZ) | ανάγγειος ζώνη |
avascular | ανάγγειος, χωρίς αγγεία |
avascularity | έλλειψη αγγείων |
axillary vein thrombosis (AVT) | θρόμβωση μασχαλιαίας φλέβας, θρόμβωση της μασχαλιαίας φλέβας |
balloon angioplasty (BA) | αγγειοπλαστική με μπαλονάκι |
balloon aortic valvuloplasty (BAV, BAVP) | βαλβιδοπλαστική αορτής με μπαλόνι, αορτική βαλβιδοπλαστική με μπαλόνι, αορτική βαλβιδοπλαστική με μπαλονάκι |
balloon catheter (BC) | καθετήρας με μπαλονάκι |
balloon catheter angioplasty (BCA) | αγγειοπλαστική με καθετήρα με μπαλόνι |
balloon dilation angioplasty (BDA) | αγγειοπλαστική διά διαστολής με μπαλονάκι |
balloon venography catheter | καθετήρας µε διογκούµενο μπαλόνι για φλεβογραφία, καθετήρας µε μπαλονάκι για φλεβογραφία, καθετήρας-μπαλόνι φλεβογραφίας |
balloon | μπαλόνι, μπαλονάκι, ασκός |
bare-metal stent (BMS) | απλή μεταλλική ενδοπρόθεση, απλό μεταλλικό στεντ, γυμνό μεταλλικό stent |
below-knee stockings | κάλτσες κάτω γόνατος |
bifurcation of aorta | διχασμός της αορτής, διχασμός αορτής |
bifurcation | διχασμός, διακλάδωση |
bilateral acute renal vein thrombosis (BARVT) | αμφοτερόπλευρη οξεία θρόμβωση των νεφρικών φλεβών |
bilateral thrombosis | αμφοτερόπλευρη θρόμβωση |
bioglue | βιοκόλλα, βιολογική κόλλα |
bioresorbable stent | βιοαπορροφήσιμη ενδοπρόθεση, βιοαπορροφήσιμο στεντ, βιοαπορροφήσιμο stent |
blockage | απόφραξη |
blood clot | θρόμβος, θρόμβος αίματος, αιματικός θρόμβος, πήγμα αίματος |
blood coagulation on top of existing clot | επιθρόμβωση |
blood thinner drugs | φάρμακα που μειώνουν το ιξώδες του αίματος, φάρμακα που αυξάνουν τη ρευστότητα του αίματος, αντιπηκτικά, αντιπηκτικά φάρμακα |
blood thinner | φάρμακο που μειώνει το ιξώδες του αίματος, φάρμακο που αυξάνει τη ρευστότητα του αίματος, αιμοαραιωτικό, αντιπηκτικό, αντιπηκτικό φάρμακο |
blood thinners | φάρμακα που μειώνουν το ιξώδες του αίματος, φάρμακα που αυξάνουν τη ρευστότητα του αίματος, αντιπηκτικά, αντιπηκτικά φάρμακα |
blood-thinning | αντιπηκτικός |
brain attack | εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό |
British Society for Haematology and Thrombosis (BSHT) | Βρετανική Εταιρεία Αιματολογίας και Θρόμβωσης, Βρετανική Εταιρεία Αιματολογίας και Θρομβώσεως |
bypass - angioplasty - revascularization - investigation (BARI) | παράκαμψη - αγγειοπλαστική - επαναγγείωση - διερεύνηση |
calf compression | συμπίεση της γαστροκνημίας |
calf | γαστροκνημία, γάμπα |
cancer-associated thrombosis (CAT) | καρκινοσχετιζόμενη θρόμβωση, θρόμβωση σχετιζόμενη με καρκίνο, θρόμβωση σχετιζόμενη με τον καρκίνο, θρόμβωση που σχετίζεται με τον καρκίνο |
capillarectasia | τριχοειδεκτασία |
cardiac surgery | καρδιακή χειρουργική, καρδιοχειρουργική, καρδιαγγειακή χειρουργική, καρδιαγγειοχειρουργική |
cardioangiologic | καρδιοαγγειολογικός |
cardioangiological | καρδιοαγγειολογικός |
cardioangiologist | καρδιοαγγειολόγος |
cardioangiology | καρδιοαγγειολογία |
Cardiovascular and Interventional Radiological Society of Europe (CIRSE) | Καρδιαγγειακή και Επεμβατική Ακτινολογική Ευρωπαϊκή Εταιρεία |
cardiovascular disease | καρδιαγγειακή πάθηση, καρδιαγγειακό νόσημα |
cardiovascular genomics | καρδιαγγειακή γονιδιωματική |
cardiovascular intensive care unit (CVICU) | καρδιαγγειακή μονάδα εντατικής θεραπείας (ΚΜΕΘ), καρδιαγγειακή ΜΕΘ |
cardiovascular magnetic resonance imaging (CMR) | καρδιαγγειακή μαγνητική τομογραφία |
Cardiovascular Patient Outcomes Research Team (C-PORT) | Ομάδα Έρευνας Εκβάσεως Καρδιαγγειακών Ασθενών |
cardiovascular return | καρδιαγγειακή επιστροφή |
cardiovascular risk factors (CVRF) | παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου |
cardiovascular surgeon | καρδιοχειρουργός-αγγειοχειρουργός, καρδιο-αγγειοχειρουργός, καρδιοαγγειοχειρουργός, καρδιαγγειοχειρουργός |
cardiovascular surgery (CVS) | καρδιαγγειακή χειρουργική, καρδιαγγειοχειρουργική |
cardiovascular system (CVS) | καρδιαγγειακό σύστημα (ΚΑΣ), καρδιοαγγειακό σύστημα (ΚΑΣ) |
cardiovascular training, cardio training | αεροβική προπόνηση |
cardiovascular | καρδιαγγειακός |
carotid artery thrombosis | θρόμβωση καρωτίδας, θρόμβωση καρωτίδος, καρωτιδική θρόμβωση |
carotid bifurcation | διχασμός καρωτίδας |
carotid Doppler ultrasonography (CDUS) | υπερηχογραφία Doppler καρωτίδων |
carotid duplex ultrasonography (CDUS) | υπερηχογραφία duplex καρωτίδων |
carotid thromboendarterectomy (CTEA) | καρωτιδική θρομβοενδαρτηρεκτομή |
catastrophic antiphospholipid syndrome (CAPS) | καταστροφικό αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, σύνδρομο Asherson, σύνδρομο Άσερσον |
catheter-directed intrathrombus thrombolysis (CDIT) | ενδοθρομβική θρομβόλυση κατευθυνόμενη από καθετήρα, ενδοθρομβική θρομβόλυση με καθετήρα, ενδοθρομβική θρομβόλυση μέσω καθετήρα, ενδοθρομβική θρομβόλυση υπό την καθοδήγηση καθετήρα |
catheter-directed thrombolysis (CDT) | θρομβόλυση κατευθυνόμενη από καθετήρα, θρομβόλυση με καθετήρα, θρομβόλυση μέσω καθετήρα, θρομβόλυση υπό την καθοδήγηση καθετήρα |
catheterization | καθετηριασμός, καθετηρίαση |
caval DVT (C-DVT) | κοιλιακή εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, κοιλιακή εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
caval | κοιλιακός |
cavernosous sinus thrombosis | θρόμβωση σηραγγώδους κόλπου |
cavernous sinus thrombosis (CST) | θρόμβωση σηραγγώδους κόλπου |
central venous blood pressure | κεντρική φλεβική πίεση (ΚΦΠ) |
central venous pressure (CVP) | κεντρική φλεβική πίεση (ΚΦΠ) |
central venous pressure monitor | παρακολούθηση μέτρησης της κεντρικής φλεβικής πίεσης |
cerebellar artery thrombosis | θρόμβωση παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας |
cerebral artery thrombosis | θρόμβωση εγκεφαλικής αρτηρίας |
cerebral embolic event (CEE) | εμβολικό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΕΕΕ) |
Cerebral Embolism Study Group (CESG) | Ομάδα Εργασίας Εγκεφαλικής Εμβολής |
cerebral percutaneous transluminal angioplasty (CPTA) | διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική του εγκεφάλου |
cerebral thrombosis (CT) | εγκεφαλική θρόμβωση |
cerebral vascular accident (CVA) | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληκτική προσβολή, αποπληξία, εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό, νταμπλάς |
cerebral vascular event (CVE) | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληκτική προσβολή, αποπληξία, εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό, νταμπλάς |
cerebral vascular insult (CVI) | εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό |
cerebral vascular | αγγειακό εγκεφαλικό, εγκεφαλοαγγειακός, εγκεφαλοαγγειακό, αγγειοεγκεφαλικός, αγγειοεγκεφαλικό |
cerebral vasculitis | εγκεφαλική αγγειίτιδα, αγγειίτιδα εγκεφάλου |
cerebral vein thrombosis (CVT) | θρόμβωση εγκεφαλικής φλέβας, θρόμβωση της εγκεφαλικής φλέβας |
cerebral venous and sinus thrombosis (CVST) | θρόμβωση εγκεφαλικού φλεβικού κόλπου |
cerebral venous sinus thrombosis (CVST) | θρόμβωση εγκεφαλικού φλεβικού κόλπου |
cerebral venous thrombosis (CVT) | θρόμβωση εγκεφαλικής φλέβας |
cerebrovascular (CV) | αγγειακός εγκεφαλικός, αγγειακό εγκεφαλικό, των αγγείων του εγκεφάλου, εγκεφαλοαγγειακός, εγκεφαλοαγγειακό, αγγειοεγκεφαλικός, αγγειοεγκεφαλικό |
cerebrovascular accident (CVA) | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληκτική προσβολή, αποπληξία, εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό, νταμπλάς |
cerebrovascular embolic event (CVEE) | εμβολικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΕΑΕΕ) |
cerebrovascular event (CVE) | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληκτική προσβολή, αποπληξία, εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό, νταμπλάς |
cerebrovascular incident (CVI) | εγκεφαλικό, εγκεφαλοαγγειακό σύμβαμα, εγκεφαλοαγγειακό συμβάν, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληκτική προσβολή, αποπληξία, εγκεφαλική συμφόρηση |
cerebrovascular insult (CVI) | εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό |
cerebrovascular insult | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ), εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληκτική προσβολή, αποπληξία, εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό |
chemoembolization | χημειοεμβολισμός |
chemoprevention (CHP) | χημειοπρόληψη |
chemoprophylaxis | χημειοπροφύλαξη |
childbed | λοχία |
chondroitin sulfate B | θειική δερματάνη, θειική χονδροϊτίνη B |
choroidal neovascularization (CNV) | χοριοειδική νεοαγγείωση (ΧΝΑ) |
chronic cerebrospinal venous insufficiency (CCSVI) | χρόνια εγκεφαλονωτιαία φλεβική ανεπάρκεια (ΧΕΝΦΑ), σύνδρομο χρόνιας εγκεφαλονωτιαίας φλεβικής ανεπάρκειας |
chronic compartment syndrome (CCS) | χρόνιο σύνδρομο διαμερίσματος |
chronic deep venous insufficiency (CDVI) | χρόνια ανεπάρκεια του εν τω βάθει φλεβικού συστήματος |
chronic inflammation | χρόνια φλεγμονή |
chronic thromboembolic pulmonary hypertension (CTEPH) | χρόνια θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση (ΧΘΠΥ) |
chronic venous disease (CVD) | χρόνια φλεβική νόσος |
chronic venous disorder (CVD) | χρόνια φλεβική διαταραχή |
chronic venous insufficiency (CVI) | χρόνια φλεβική ανεπάρκεια (ΧΦΑ) |
chronic venous insufficiency quality of life questionnaire (CIVIQ) | ερωτηματολόγιο ποιότητας ζωής ασθενών με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια, ερωτηματολόγιο για την ποιότητα ζωής με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια |
chronic venous insufficiency quality of life questionnaire (CIVIQ) | ερωτηματολόγιο ποιότητας ζωής ασθενών με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια, ερωτηματολόγιο για την ποιότητα ζωής με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια |
chronic venous obstruction | χρόνια φλεβική απόφραξη |
chronic venous ulceration (CVU) | χρόνια φλεβική εξέλκωση, χρόνια φλεβικά έλκη |
chronic venous obstruction (CVO) | χρόνια φλεβική απόφραξη |
claudication distance | απόσταση εμφάνισης χωλότητας |
claudication | χωλότητα |
clopidogrel | κλοπιδογρέλη |
closed-toe stocking | κάλτσα με κλειστά δάχτυλα, κάλτσα κλειστού δακτύλου, κάλτσα κλειστών δακτύλων |
clot formation | θρομβογένεση, θρόμβωση, σχηματισμός θρόμβου |
clot on top of existing clot | επιθρόμβος |
clot resolution | διάλυση θρόμβου, θρομβόλυση |
clot | θρόμβος, θρόμβος αίματος, αιματικός θρόμβος, πήγμα αίματος |
clotbuster | θρομβολυτικό, θρομβολυτικός παράγοντας |
clot-dissolving | θρομβολυτικός |
clotting disorder | διαταραχή πήξης, διαταραχή πηκτικότητας |
clotting | θρόμβωση, θρόμβωσις, σχηματισμός θρόμβου |
coagulant | πηκτικό, πηκτικός παράγοντας |
coagulation (coag) | πήξη |
coagulation cascade | καταρράκτης πήξης, καταρράκτης πήξεως, σύνολο διαδικασιών πήξης |
coagulation panel | εξετάσεις πήξης, σύνολο εξετάσεων πήξης, πηξιολογικός έλεγχος, έλεγχος πηκτικότητας |
coagulation profile | προφίλ πήξης, πηκτικό προφίλ |
coagulation system | σύστημα πήξης, πηκτικό σύστημα |
coagulation test | πηξιολογικός έλεγχος, έλεγχος πηκτικότητας |
coagulogram | πηκτόγραμμα, διάγραμμα πήξης |
collateral circulation | παράπλευρη κυκλοφορία |
collateralization | ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας, δημιουργία παράπλευρης κυκλοφορίας, παράπλευρη κυκλοφορία |
color duplex ultrasound | υπερηχογράφημα έγχρωμης ροής, triplex, τρίπλεξ, υπερηχογράφημα τρίπλεξ |
colour duplex ultrasound | υπερηχογράφημα έγχρωμης ροής, triplex, τρίπλεξ, υπερηχογράφημα τρίπλεξ |
common carotid artery bifurcation | διχασμός κοινής καρωτίδας |
common femoral vein (CFV) | κοινή μηριαία φλέβα (ΚΜΦ) |
common iliac vein (CIV) | κοινή λαγόνια φλέβα, κοινή λαγόνιος φλέβα |
compartment syndrome | σύνδρομο διαμερίσματος, διαμερισματικό σύνδρομο |
compression stockings | κάλτσες συμπίεσης |
compression ultrasonography (CUS) | υπερηχογραφία με συµπίεση, υπερηχογραφία συµπίεσης |
computed tomographic pulmonary arteriography (CTPA) | πνευμονική αρτηριογραφία με χρήση αξονικού τομογράφου |
computed tomographic venography (CTV) | αξονική τομογραφία-φλεβογραφία, αξονική αγγειογραφία |
computed tomography venography (CTV) | αξονική τομογραφία-φλεβογραφία, αξονική αγγειογραφία |
concomitant venous insufficiency | συνυπάρχουσα φλεβική ανεπάρκεια |
confinement | λοχία |
congenital afibrinogenaemia | συγγενής ανινωδογοναιμία, συγγενής ινωδογονοπενία |
congenital afibrinogenemia | συγγενής ανινωδογοναιμία, συγγενής ινωδογονοπενία |
conservative hemodynamic cure for venous insufficiency | συντηρητική αιμοδυναμική θεραπεία για τη φλεβική ανεπάρκεια |
consumption coagulopathy | διάχυτη ενδαγγειακή πήξη (ΔΕΠ) |
contrast venography | φλεβογραφία με σκιαγραφικό |
coronaroangiography | στεφανοαγγειογραφία, στεφανιογραφία |
coronary artery thrombosis prophylaxis | προφύλαξη από θρόμβωση στεφανιαίας αρτηρίας, θρομβοπροφύλαξη στεφανιαίας αρτηρίας |
coronary artery thrombosis | θρόμβωση στεφανιαίας αρτηρίας |
coronary balloon angioplasty (CBA) | αγγειοπλαστική της στεφανιαίας με μπαλονάκι |
coronary diastolic vascular resistance (CDVR) | διαστολική αντίσταση των στεφανιαίων αγγείων |
coronary stent | ενδοστεφανιαία πρόσθεση, στεφανιαίο stent, στεφανιαίο στεντ |
coronary thrombosis (CT) | θρόμβωση της στεφανιαίας, θρόμβωση στεφανιαίας, στεφανιαία θρόμβωση, θρόμβωση στεφανιαίων |
coronary thrombosis | θρόμβωση της στεφανιαίας, θρόμβωση στεφανιαίας |
coumarin | κουμαρίνη |
coumarin-like anticoagulants | κουμαρινοειδή αντιπηκτικά |
coumarinoids | κουμαρινοειδή |
coumarins | κουμαρίνες, κουμαρινικά |
crossed embolism | παράδοξη εμβολή, διασταυρούμενη εμβολή |
CT pulmonary angiography (CTPA) | αξονική υπολογιστική πνευμονική αγγειογραφία, αξονική αγγειογραφία πνευμόνων |
cutaneous vein | δερματική φλέβα, επιπολής φλέβα |
cyanoacrylate glue | κυανοακρυλική κόλλα |
cyanosis | κυάνωση |
cyclophotocoagulation (CPC) | κυκλοφωτοπηξία |
cytokine storm syndrome (CSS) | σύνδρομο καταιγίδας κυτοκινών, σύνδρομο καταιγίδας κυτταροκινών |
cytokine storm | καταιγίδα κυτοκινών, καταιγίδα κυτταροκινών |
dabigatran (Pradaxa) | δαβιγατράνη, νταμπιγκατράνη, νταμπιγατράνη |
Daflon | Νταφλόν [φάρμακο για τη φλεβική ανεπάρκεια με διοσμίνη και εσπεριδίνη] |
D-dimer | Δ-διμερές |
D-dimers | Δ-διμερή |
deep inferior epigastric perforator flap (DIEP) | κρημνός των διατιτραινόντων αγγείων των εν τω βάθει κάτω επιγάστριων αγγείων |
deep thrombophlebitis | θρομβοφλεβίτιδα εν τω βάθει, εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα, εν τω βάθει θρομβοφλεβίτις |
deep vein thrombosis (DVT) | εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση (ΕΒΦΘ), θρόμβωση εν τω βάθει φλεβών, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση (ΕΒΦΘ) |
deep venous insufficiency (DVI) | ανεπάρκεια του εν τω βάθει φλεβικού δικτύου |
deep venous reflux (DVR) | εν τω βάθει φλεβική παλινδρόμηση, παλινδρόμηση στις εν τω βάθει φλέβες |
deep venous system (DVS) | εν τω βάθει φλεβικό σύστημα, σύστημα των εν τω βάθει φλεβών |
deep venous thrombosis (DVT) | εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση (ΕΒΦΘ), θρόμβωση εν τω βάθει φλεβών, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση (ΕΒΦΘ) |
deep venous thrombosis prophylaxis | προφύλαξη για εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, προφύλαξη για εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
deferred stenting | καθυστερημένη αγγειοπλαστική, καθυστερημένη τοποθέτηση ενδονάρθηκα |
defibrination syndrome | σύνδρομο απινίδωσης, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη (ΔΕΠ) |
defibrination | απινίδωση, αφαίρεση ινικής |
dermatan sulfate | θειική δερματάνη, θειική χονδροϊτίνη B |
diagnostic medical sonography (DMS) | διαγνωστική ιατρική ηχογραφία |
diagnostic radiographer (DR) | ακτινοδιαγνώστης, ακτινοδιαγνώστρια |
diagnostic radiography (DR) | ακτινοδιάγνωση |
diagnostic radiology (DR) | διαγνωστική ακτινολογία |
digital subtraction venography (DSV) | ψηφιακή αφαιρετική φλεβογραφία |
diosmin | διοσμίνη |
direct thrombin inhibitor (DTI) | άμεσος αναστολέας θρομβίνης |
direct-acting oral anticoagulant (DOAC) | άμεσης δράσης από του στόματος αντιπηκτικό, αμέσου δράσεως από του στόματος αντιπηκτικό, απευθείας δράσης από του στόματος αντιπηκτικό, απευθείας δράσεως από του στόματος αντιπηκτικό |
directional coronary angioplasty (DCA) | κατευθυνόμενη αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αγγείων |
directly acting oral anticoagulant (DOAC) | άμεσης δράσης από του στόματος αντιπηκτικό, αμέσου δράσεως από του στόματος αντιπηκτικό, απευθείας δράσης από του στόματος αντιπηκτικό, απευθείας δράσεως από του στόματος αντιπηκτικό |
disseminated intravascular coagulation (DIC) | διάχυτη ενδαγγειακή πήξη (ΔΕΠ) |
disseminated intravascular coagulopathy (DIC) | διάχυτη ενδαγγειακή θρομβοπάθεια |
distal deep vein thrombosis (DDVT) | άπω εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, άπω εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
distal lumen | άπω αυλός, περιφερικός αυλός |
distensibility | διατασιμότητα |
donning butler | καλτσοφορετής, βοήθημα φόρεσης καλτσών, βοηθητικό εργαλείο για κάλτσες, βοήθημα για τοποθέτηση καλτσών, βοήθημα για εφαρμογή καλτσών |
Doppler ultrasonography | υπερηχογράφηση Doppler, υπερηχογραφία Doppler |
double lumen | διπλός αυλός |
drug-eluting stent (DES) | ενδοπρόθεση καλυμμένη με φάρμακο, ενδοπρόθεση που εκλύει φάρμακο, ενδοπρόθεση που εκλύει φαρμακευτικές ουσίες, στεντ καλυμμένο με φάρμακο, στεντ που εκλύει φάρμακο, στεντ που εκλύει φαρμακευτικές ουσίες, ενδοπρόθεση που αποδεσμεύει φαρμακευτικές ουσίες, ενδοπρόθεση που αποδεσμεύει φάρμακο |
drug-induced thrombosis (DIT) | φαρμακογενής θρόμβωση, φαρμακογενές, θρόμβωση φαρμακευτικής αιτιολογίας, θρόμβωση οφειλόμενη σε φάρμακα |
drug-induced vasculitis (DIV) | φαρμακοεπαγόμενη αγγειίτιδα |
dual antiplatelet therapy (DAPT) | διπλή αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία, διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή |
dual antithrombotic therapy (DAT) | διπλή αντιθρομβωτική αγωγή, διπλή αντιθρομβωτική θεραπεία |
dual lumen catheter | καθετήρας διπλού αυλού |
duplex ultrasonography | υπερηχογραφία duplex |
duplex ultrasound (DUS) | υπερηχογράφημα duplex, υπερηχογραφία duplex |
dysfibrinogenaemia | δυσινωδογοναιμία |
dysfibrinogenemia | δυσινωδογοναιμία |
early thrombolysis | πρώιμη θρομβόλυση |
earthworm fibrinolytic enzyme (EFE) | ινωδολυτικό ένζυμο γεωσκώληκα |
echogenic | ηχογόνος |
echogenicity | ηχογένεια |
eczema-thrombocytopenia-immunodeficiency syndrome | σύνδρομο εκζέματος-θρομβοπενίας-ανοσοανεπάρκειας, σύνδρομο Wiskott-Aldrich |
edoxaban (Lixiana) | εντοξαμπάνη, εδοξαβάνη |
elastic compression stockings (ECSs) | ελαστικές κάλτσες συμπίεσης |
elevated episcleral venous pressure | αυξημένη επισκληρική φλεβική πίεση, αυξημένη πίεση των επισκληρικών φλεβών |
elevation | ανάρροπος θέση, ανάρροπος θέσις, ανάρροπη θέση |
embolectomy catheter | καθετήρας εμβολεκτομής |
embolectomy | εμβολεκτομής |
embolism | εμβολή |
embolization | εμβολισμός |
embolize | προκαλώ εμβολή |
embologenic | εμβολογόνος, εμβολογόνα, εμβολογόνο |
embolus | έμβολο |
endarterectomy | ενδαρτηριεκτομή, ενδαρτηρεκτομή |
endogenous coagulation system | ενδογενές σύστημα πήξης, ενδογενές πηκτικό σύστημα |
endoleak | ενδοδιαφυγή, ενδοδιαρροή |
endoluminal | ενδοαυλικός, ενδαυλικός |
endoscopic cyclophotocoagulation (ECP) | ενδοσκοπική κυκλοφωτοπηξία |
endothelial dysfunction | ενδοθηλιακή δυσλειτουργία |
endothelial injury | ενδοθηλιακή βλάβη |
endothelial-derived vascular regulator | αγγειακός ρυθμιστής προερχόμενος από το ενδοθήλιο |
endothelium-derived nitric oxide (EDNO) | ενδοθηλιοπαραγόμενο νιτρικό οξείδιο, ενδοθηλιακό μονοξείδιο του αζώτου, ενδοθηλιακό νιτρικό οξείδιο |
endovascular (EV) | ενδοαγγειακός, ενδοαγγειακή, ενδοαγγειακό, ενδαγγειακός, ενδαγγειακή, ενδαγγειακό |
endovascular aneurysm repair (EVAR) | ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος, ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής |
endovascular aortic repair (EVAR) | ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος, ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής |
endovascular stenting | τοποθέτηση ενδαγγειακού ενδονάρθηκα, τοποθέτηση ενδαγγειακής ενδοπρόθεσης, τοποθέτηση ενδαγγειακού στεντ |
endovascular surgical neuroradiology (ESN) | ενδοαγγειακή χειρουργική νευροακτινολογία, ενδαγγειακή χειρουργική νευροακτινολογία |
endovascular thrombectomy | ενδαγγειακή θρομβεκτομή, ενδοαγγειακή θρομβεκτομή |
endovasculitis | ενδαγγειίτιδα |
endovenitis | ενδοφλεβίτιδα |
endovenous laser ablation (EVLA) | ενδοφλεβική κατάλυση με λέιζερ, ενδοφλέβια κατάλυση με λέιζερ, ενδοφλέβια αφαίρεση με λέιζερ, ενδοφλέβια εκτομή με λέιζερ, ενδοφλεβικός αποκλεισμός με λέιζερ |
endovenous laser coagulation (EVLK) | ενδοφλεβική πήξη με λέιζερ, ενδοφλέβια πήξη με λέιζερ |
endovenous laser obliteration (EVLO) | ενδοφλεβική εξάλειψη με λέιζερ, ενδοφλέβια εξάλειψη με λέιζερ |
endovenous laser therapy (EVLT, ELT) | ενδοφλεβική θεραπεία με λέιζερ, θεραπεία με ενδοφλεβικό λέιζερ, ενδοφλέβια θεραπεία με λέιζερ |
endovenous laser treatment (EVLT, ELT) | ενδοφλεβική θεραπεία με λέιζερ, θεραπεία με ενδοφλεβικό λέιζερ, ενδοφλέβια θεραπεία με λέιζερ |
endovenous | ενδοφλέβιος |
e-thrombosis | ηλε-θρόμβωση, ηλεκτρονική θρόμβωση, θρόμβωση κατόπιν πολύωρης χρήσης υπολογιστή |
European Board of Vascular Surgery (EBVS) | Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αγγειοχειρουργικής |
European Journal of Vascular and Endovascular Surgery (EJVES) | Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Αγγειακής και Ενδαγγειακής Χειρουργικής |
European Society for Vascular Surgery (ESVS) | Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αγγειοχειρουργικής, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αγγειακής και Ενδαγγειακής Χειρουργικής, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αγγειοχειρουργικής |
European Thrombosis Research Organization (ETRO) | Ευρωπαϊκή Οργάνωση Έρευνας για τη Θρόμβωση |
excision of a saphenous vein | σαφηνεκτομή |
exercise therapy | ασκησιοθεραπεία, θεραπεία με ασκήσεις |
exogenous coagulation system | εξωγενές σύστημα πήξης, εξωγενές πηκτικό σύστημα |
external iliac vein (EIV) | έξω λαγόνια φλέβα, έξω λαγόνιος φλέβα |
extracorporeal membrane oxygenation (ECMO) | οξυγόνωση με εξωσωματική μεμβράνη, εξωσωματική υποστήριξη ζωής, εξωσωματική οξυγόνωση διά μεμβράνης, εξωσωματική οξυγόνωση μέσω μεμβράνης, εξωσωματική οξυγόνωση μεμβράνης |
extravasation | εξαγγείωση |
extravazation | εξαγγείωση |
factor IX complex | συμπυκνωμένο προθρομβινικό σύμπλεγμα, συμπυκνωμένο σύμπλεγμα προθρομβίνης, σύμπλεγμα παράγοντα IX |
factor V Leiden | παράγοντας V Leiden |
factor Xa inhibitor | αναστολέας του παράγοντα Xa |
fatal pulmonary embolism (FPE) | θανατηφόρος πνευμονική εμβολή |
Fellow of the European Board of Vascular Surgery (FEBVS) | Μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αγγειοχειρουργικής |
femoral DVT (FDVT, F-DVT) | μηριαία εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, μηριαία εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
femoral thromboendarterectomy | μηριαία θρομβοενδαρτηρεκτομή |
femoral vein valvuloplasty (FVV) | βαλβιδοπλαστική μηριαίας φλέβας |
femoroiliocaval (FIC) | μηρολαγονοκοιλιακός |
femoroiliocaval DVT (FIC-DVT) | μηρολαγονοκοιλιακή εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, μηρολαγονοκοιλιακή εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
femoropopliteal (FP, fem-pop) | μηροϊγνυακός, μηροϊγνυακή, μηροϊγνυακό, μηρο-ιγνυακός, μηρο-ιγνυακή, μηρο-ιγνυακό |
femoropopliteal bypass (FPB) | μηροϊγνυακό μπαϊπάς, μηροϊγνυακή παράκαμψη |
femoropopliteal DVT (FP-DVT, FPDVT) | μηροϊγνυακή εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, μηροϊγνυακή εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
femoropopliteal vein bypass (FPVB) | μηροϊγνυακό μπαϊπάς, μηροϊγνυακή παράκαμψη, μηροϊγνυακό φλεβικό μπαϊπάς, μηροϊγνυακή φλεβική παράκαμψη |
femoropopliteal vein | μηροϊγνιακή φλέβα |
fenestrated endovascular aortic aneurysm repair (FEVAR) | θυριδωτή ενδαγγειακή αποκατάσταση αορτικού ανευρύσματος |
fetal warfarin syndrome | εμβρυοπάθεια εκ βαρφαρίνης, σύνδρομο στο έμβρυο από λήψη βαρφαρίνης |
fibrin concentrate | συμπύκνωμα ινωδογόνου |
fibrin degradation product (FDP) | προϊόν αποδόμησης του ινώδους, προϊόν αποικοδόμησης του ινώδους, προϊόν λύσης ινωδογόνου, προϊόν ινωδόλυσης, προϊόν διασπάσεως του ινώδους |
fibrin | ινώδες, ινική, φιβρίνη, φιμπρίνη, ινίνη, παράγοντας Ia |
fibrinogen degradation products (FDP) | προϊόντα λύσης ινωδογόνου, προϊόντα αποδόμησης του ινωδογόνου, προϊόντα αποδομήσεως του ινωδογόνου, προϊόντα αποικοδόμησης του ινωδογόνου, προϊόντα αποικοδομήσεως του ινωδογόνου |
fibrinogen equivalent units (FEU) | μονάδες ισοδυνάμου ινωδογόνου |
fibrinogenemic | ινωδογοναιμικός |
fibrinolytic | ινωδολυτικός, ινωδολυτική, ινωδολυτικό |
fibrinous stands | ινώδεις ίνες |
fibrin-split product (FSP) | προϊόν αποδόμησης του ινώδους, προϊόν αποικοδόμησης του ινώδους, προϊόν λύσης ινωδογόνου, προϊόν ινωδόλυσης, προϊόν διασπάσεως του ινώδους |
flavonoid | φλαβονοειδές |
flavonoids | φλαβονοειδή |
foam sclerotherapy | σκληροθεραπεία με αφρό |
focused ultrasound surgery (FUS) | χειρουργική με εστιασμένη δέσμη υπερήχων |
foetal warfarin syndrome | εμβρυοπάθεια εκ βαρφαρίνης, σύνδρομο στο έμβρυο από λήψη βαρφαρίνης |
Fogarty arterial embolectomy catheter | καθετήρας αρτηριακής εμβολεκτομής του Fogarty, καθετήρας αρτηριακής εμβολεκτομής του Φόγκαρτι |
Fogarty embolectomy catheter | καθετήρας εμβολεκτομής του Fogarty, καθετήρας εμβολεκτομής του Φόγκαρτι |
four-dimensional ultrasound | τετραδιάστατος υπέρηχος, τετραδιάστατοι υπέρηχοι, τετραδιάστατη υπερηχογραφία |
fresh frozen plasma (FFP) | νωπό κατεψυγμένο πλάσμα, πρόσφατα κατεψυγμένο πλάσμα, φρέσκο κατεψυγμένο πλάσμα |
full-length compression stockings | καλσόν διαβαθμισμένης συμπίεσης, κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης για όλο το πόδι, κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης για όλο το μήκος του ποδιού |
furanocoumarin | φουρανοκουμαρίνη, φουροκουμαρίνη |
furocoumarin | φουρανοκουμαρίνη, φουροκουμαρίνη |
further clot build-up | επιθρόμβωση |
gastrocnemial veins | φλέβες της γαστροκνημίας |
gastrocnemial | της γαστροκνημίας |
gastrocnemius | γαστροκνήμιος, γαστροκνήμιος μυς |
gastrointestinal vasculitis | αγγειίτιδα γαστρεντερικού συστήματος |
gastroprotect | γαστροπροστατεύω, παρέχω γαστροπροστασία |
gastroprotected | γαστροπροστατευμένος, με γαστροπροστασία |
gastroprotection | γαστροπροστασία |
gastroprotective | γαστροπροστατευτικός |
glycocalyx | γλυκοκάλυκας |
gradient compression stockings (GCS) | κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης (ΚΔΣ) |
graduated compression stockings (GCS) | κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης (ΚΔΣ) |
graft thrombosis | θρόμβωση μοσχεύματος |
great saphenous vein (GSV) | μείζων σαφηνής φλέβα (ΜΣΦ), μεγάλη σαφηνής φλέβα (ΜΣΦ) |
Greek Society of Interventional Radiology (GSIR) | Ελληνική Εταιρεία Επεμβατικής Ακτινολογίας (ΕΕΕΑ) |
Greek Society of Lymphology | Ελληνική Λεμφολογική Εταιρεία (ΕΛΕ) |
haemostasis | αιμόσταση |
haemostatic | αιμοστατικός, αιμοστατική, αιμοστατικό |
healthcare-associated venous thromboembolism (HA-VTE) | θρομβοεμβολή που συνδέεται µε την υγειονοµική περίθαλψη, θρομβοεμβολή που συνδέεται µε την υγειονοµική φροντίδα |
health-related quality of life (HR-QoL, HRQoL, HRQL) | σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής (ΣΥΠΖ), ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία, ποιότητα ζωής από πλευράς υγείας |
Hellenic Society of Interventional Radiology (HSIR) | Ελληνική Εταιρεία Επεμβατικής Ακτινολογίας (ΕΕΕΑ) |
Hellenic Society of Lipidology, Atherosclerosis and Vascular Disease | Ελληνική Εταιρεία Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου (ΕΕΛΙΑ) |
Hellenic Society of Vascular Surgery (HSVS) | Ελληνική Εταιρεία Αγγειακής και Ενδαγγειακής Χειρουργικής |
hemodynamic collapse | αιμοδυναμική κατάρρευση |
hemodynamic stroke (HDS) | αιμοδυναμική αποπληξία |
hemodynamic | αιμοδυναμικός |
hemodynamics | αιμοδυναμική |
hemodynamometry | αιμοδυναμομετρία |
hemostasis | αιμόσταση |
hemostatic | αιμοστατικός, αιμοστατική, αιμοστατικό |
heparan sulfate (HS) | θειική ηπαράνη |
heparan sulfate proteoglycan (HSPG) | πρωτεογλυκάνη θειϊκής ηπαράνης |
heparan sulfate proteoglycan core protein (HSPG) | ινογλυκόνη, περλεκάνη, συνδεκάνη-2, φιμπρογλυκόνη |
heparin assay rapid method (HARM) | ταχεία μέθοδος ελέγχου ηπαρίνης |
heparin calcium | ηπαρίνη ασβεστιούχος |
heparin cofactor (HC) | συμπαράγοντας ηπαρίνης |
heparin monosulphate (HMS) | μονοθειική ηπαρίνη |
heparin precipitable fraction (HPF) | κλάσμα ηπαρίνης υποκείμενο σε καθίζηση |
heparin sodium | ηπαρίνη νατριούχος |
heparin sulfate (HS) | θειική ηπαρίνη |
heparin sulfate proteoglycan (HSPG) | πρωτεογλυκάνη θειϊκής ηπαρίνης |
heparin tolerance test (HTT) | δοκιμασία ανοχής ηπαρίνης |
heparinase | ηπαρινάση |
heparin-associated thrombocytopenia (HAT) | επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία, ηπαρινοεπαγόμενη θρομβοκυτταροπενία, θρομβοκυτοπενία λόγω ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία λόγω ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία λόγω χορήγησης ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία προκληθείσα από ηπαρίνη, θρομβοπενία επαγόμενη από την ηπαρίνη, θρομβοπενία ηπαγόμενη από την ηπαρίνη, προκαλούμενη από ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία, σχετιζόμενη με την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία, σχετιζόμενη με την ηπαρίνη θρομβοκυττοπενία |
heparin-associated thrombocytopenia and thrombosis (HATT) | σχετιζόμενη με την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, σχετιζόμενη με την ηπαρίνη θρομβοκυττοπενία και θρόμβωση, σχετιζόμενη με την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, ηπαρινοεπαγόμενη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, θρομβοκυτοπενία και θρόμβωση λόγω ηπαρίνης, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, θρομβοπενία και θρόμβωση ηπαγόμενες από την ηπαρίνη, θρομβοπενία και θρόμβωση επαγόμενες από την ηπαρίνη, θρομβοκυτοπενία και θρόμβωση λόγω ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση λόγω ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση προκληθείσες από ηπαρίνη, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση λόγω χορήγησης ηπαρίνης, προκαλούμενες από ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, σύνδρομο του λευκού θρόμβου |
heparin-calcium chloride-lipoprotein-test (HCL-Test) | δοκιμασία ηπαρίνης-χλωριούχου ασβεστίου-λιποπρωτεΐνης |
heparin-dependent platelet-associated antibody (HDPAA) | ηπαρινοεξάρτητο αντίσωμα συνδεόμενο με τα αιμοπετάλια |
heparin-induced platelet activation (HIPA) | ενεργοποίηση των θρομβοκυττάρων προκληθείσα από ηπαρίνη |
heparin-induced platelet activation test | δοκιμασία ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων με ηπαρίνη |
heparin-induced platelet aggregation assay (HIPAA) | δοκιμασία συσσώρευσης αιμοπεταλίων επαγούμενης από ηπαρίνη |
heparin-induced skin lesion (HISL) | δερματική βλάβη προκληθείσα από ηπαρίνη |
heparin-induced thrombocytopenia and thrombosis (HITT) | ηπαρινοεπαγόμενη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, θρομβοκυτοπενία και θρόμβωση λόγω ηπαρίνης, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία και θρόμβωση, θρομβοπενία και θρόμβωση ηπαγόμενες από την ηπαρίνη, θρομβοπενία και θρόμβωση επαγόμενες από την ηπαρίνη, θρομβοκυτοπενία και θρόμβωση λόγω ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση λόγω ηπαρίνης, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση προκληθείσες από ηπαρίνη, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση λόγω χορήγησης ηπαρίνης, προκαλούμενες από ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση, σύνδρομο του λευκού θρόμβου |
heparin-induced thrombocytopenia type I (HIT I) | τύπου Ι θρομβοπενία από ηπαρίνη, θρομβοπενία από ηπαρίνη τύπου Ι, επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοπενία τύπου Ι, τύπου Ι επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοπενία, ηπαρινοεπαγόμενη θρομβοκυτταροπενία τύπου Ι, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία τύπου Ι, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία τύπου Ι, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία τύπου Ι, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία τύπου Ι, θρομβοπενία ηπαγόμενη από την ηπαρίνη τύπου Ι, θρομβοπενία επαγόμενη από την ηπαρίνη τύπου Ι, θρομβοκυτοπενία λόγω ηπαρίνης τύπου Ι, θρομβοκυτταροπενία λόγω ηπαρίνης τύπου Ι, θρομβοκυτταροπενία προκληθείσα από ηπαρίνη τύπου Ι, θρομβοκυτταροπενία λόγω χορήγησης ηπαρίνης τύπου Ι, προκαλούμενη από ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία τύπου Ι, θρομβοκυτταροπενία μετά από χρήση ηπαρίνης τύπου Ι, θρομβοκυτταροπενία μετά από χρήση ηπαρινών τύπου ΙΙ |
heparin-induced thrombocytopenia type II (HIT II) | τύπου ΙΙ θρομβοπενία από ηπαρίνη, θρομβοπενία από ηπαρίνη τύπου ΙΙ, επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοπενία τύπου ΙΙ, τύπου ΙΙ επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοπενία, ανοσολογική θρομβοπενία από ηπαρίνη, ηπαρινοεπαγόμενη θρομβοκυτταροπενία τύπου ΙΙ, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία τύπου ΙΙ, επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία τύπου ΙΙ, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία τύπου ΙΙ, ηπαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία τύπου ΙΙ, θρομβοπενία ηπαγόμενη από την ηπαρίνη τύπου ΙΙ, θρομβοπενία επαγόμενη από την ηπαρίνη τύπου ΙΙ, θρομβοκυτοπενία λόγω ηπαρίνης τύπου ΙΙ, θρομβοκυτταροπενία λόγω ηπαρίνης τύπου ΙΙ, θρομβοκυτταροπενία προκληθείσα από ηπαρίνη τύπου ΙΙ, θρομβοκυτταροπενία λόγω χορήγησης ηπαρίνης τύπου ΙΙ, προκαλούμενη από ηπαρίνη θρομβοκυτταροπενία τύπου ΙΙ, θρομβοκυτταροπενία μετά από χρήση ηπαρίνης τύπου ΙΙ, θρομβοκυτταροπενία μετά από χρήση ηπαρινών τύπου ΙΙ |
heparinize | χορηγώ ηπαρίνη, ηπαρινοποιώ |
heparinized saline solution | ηπαρινισμένο αλατούχο διάλυμα |
heparinized | ηπαρινισμένος |
heparin-like | ηπαρινοειδές, ηπαρινοειδής |
heparin-neutralizing activity (HNA) | δράση που εξουδετερώνει την ηπαρίνη |
heparinoid | ηπαρινοειδές, ηπαρινοειδής |
heparitin | ηπαριτίνη |
heparizine | ηπαρινίζω |
hepatic artery thrombosis | θρόμβωση της ηπατικής αρτηρίας |
hepatic vein thrombosis (HVT) | θρόμβωση της ηπατικής φλέβας |
hepatic venous outflow obstruction (HVOO) | απόφραξη ηπατικής φλεβικής εκροής, απόφραξη ηπατικής φλεβικής ροής |
hepatojugular reflux (HJR) | ηπατοσφαγιτιδική παλινδρόμηση |
hepatophlebitis | ηπατοφλεβίτιδα |
hesperidin | εσπεριδίνη |
high-dose unfractionated heparin (HDUH) | χαμηλή δόση μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης |
high-molecular-weight heparin (HMWH) | ηπαρίνη υψηλού μοριακού βάρους |
homocystinuria (HCU, HCY) | ομοκυστινουρία, ομοκυστεϊνουρία |
hospital-associated venous thromboembolism (HA-VTE) | ενδονοσοκομειακή θρομβοεμβολή, θρομβοεμβολή που συνδέεται µε τη νοσοκομειακή περίθαλψη, θρομβοεμβολή που συνδέεται µε τη νοσηλεία σε νοσοκομείο |
hypercoagulability | υπερπηκτικότητα, υπερπηξιμότητα, αύξηση της πηκτικότητας |
hypercoagulant | υπερπηκτικός, υπερπηκτικό |
hypercoagulation | υπερπηκτικότητα |
hypercoagulopathy | υπερθρομβοπάθεια, διαταραχή υπερπηκτικότητας |
hyperechogenic | υπερηχογόνος |
hyperechogenicity | υπερηχογένεια |
hyperhomocysteinaemia (HHC) | υπερομοκυστεϊναιμία |
hyperhomocysteinemia (HHC) | υπερομοκυστεϊναιμία |
hyperpigmentation | μελάγχρωση, υπέρχρωση, υπερμελάγχρωση |
hyperprothrombinaemia | υπερπροθρομβιναιμία |
hyperprothrombinemia | υπερπροθρομβιναιμία |
hypersensitivity vasculitis | αγγειίτιδα υπερευαισθησίας, αλλεργική αγγειίτιδα |
hypocoagulant | υποπηκτικός, υποπηκτικό |
hypocoagulation | υποπηκτικότητα |
hypodysfibrinogenaemia | υποδυσινωδογοναιμία |
hypodysfibrinogenemia | υποδυσινωδογοναιμία |
hypoechogenic | υποηχογόνος |
hypoechogenicity | υπερηχογένεια |
hypoprothrombinaemia | υποπροθρομβιναιμία |
hypoprothrombinemia | υποπροθρομβιναιμία |
hypothrombinaemia | υποθρομβιναιμία |
hypothrombinemia | υποθρομβιναιμία |
idiopathic thrombocytopenic purpura (ITP) | ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα, αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα |
iliac artery thrombosis | θρόμβωση λαγονίου αρτηρίας, θρόμβωση της λαγόνιας αρτηρίας |
iliac vein compression syndrome (IVCS) | σύνδρομο May-Thurner, σύνδρομο Μέι Θέρνερ, σύνδρομο Μέι Τούρνερ, σύνδρομο συμπίεσης λαγόνιας φλέβας, σύνδρομο συμπίεσης της λαγόνιου φλέβας |
iliac vein thrombosis (IVT) | θρόμβωση λαγόνιας φλέβας, θρόμβωση λαγονίου φλέβας, θρόμβωση της λαγόνιας φλέβας, θρόμβωση της λαγονίου φλέβας |
iliac vein | λαγόνια φλέβα, λαγόνιος φλέβα |
iliocaval (IC) | λαγονοκοιλιακός |
iliocavography | φλεβογραφία λαγόνιας φλέβας, φλεβογραφία λαγόνιου φλέβας |
iliofemoral deep vein thrombosis (IFDVT, IF-DVT) | λαγονομηριαία εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, λαγονομηριαία εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
iliofemoral DVT (IFDVT, IF-DVT) | λαγονομηριαία εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, λαγονομηριαία εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
ilio-femoral thromboendarterectomy | λαγονομηριαία θρομβοενδαρτηρεκτομή |
iliofemoral thrombosis (IFT) | λαγονομηριαία θρόμβωση |
iliofemoropopliteal (IFP) | λαγονομηροϊγνυακός, λαγονο-μηρο-ιγνυακός |
iliofemoropopliteal DVT (IFP-DVT) | λαγονομηροϊγνυακή εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, λαγονομηροϊγνυακή εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
immobilization | ακινητοποίηση, ακινησία |
immune thrombocytopenic purpura (ITP) | αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα, ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα |
immunoembolization | ανοσοεμβολισμός |
immunothrombosis | ανοσοθρόμβωση |
induration | σκληρία, σκλήρυνση, σκλήρωση |
inferior vena cava (IVC) | κάτω κοίλης φλέβας (ΚΚΦ) |
inferior vena cava filter (IVCF) | φίλτρο κάτω κοίλης φλέβας (ΦΚΚΦ) |
inferior vena cava thrombosis (IVCT) | θρόμβωση κάτω κοίλης φλέβας |
infrainguinal | υποβουβωνικός, της υποβουβωνικής χώρας |
infrapopliteal | υποϊγνυακός |
inguinal ligament | βουβωνικός σύνδεσμος |
inguinal | βουβωνικός, της βουβωνικής χώρας |
injection site phlebitis | φλεβίτιδα της θέσης ένεσης |
injection site thrombosis | θρόμβωση της θέσης ένεσης |
in-stent restenosis (ISR) | επαναστένωση του στεντ, επαναστένωση της ενδοπρόθεσης |
insufficiency | ανεπάρκεια |
intermittent claudication (IC) | διαλείπουσα χωλότητα |
intermittent pneumatic compression (IPC) | διαλείπουσα συμπίεση με πεπιεσμένο αέρα, συσκευή διαλείπουσας συμπίεσης των κάτω άκρων με πεπιεσμένο αέρα |
internal iliac vein (IIV) | έσω λαγόνια φλέβα, έσω λαγόνιος φλέβα |
International Committee on Haemostasis and Thrombosis (ICHT) | Διεθνής Επιτροπή Αιμόστασης και Θρόμβωσης, Διεθνής Επιτροπή Αιμοστάσεως και Θρομβώσεως, Διεθνής Επιτροπή για την Θρόμβωση και την Αιμόσταση |
international normalized ratio (INR) | διεθνές κανονικοποιημένο πηλίκο, διεθνής λόγος κανονικοποίησης, διεθνής λόγος ομαλοποίησης, διεθνής δείκτης ομαλοποίησης, διεθνής ομαλοποιημένη αναλογία, διεθνής ομαλοποιημένη σχέση, χρόνος προθρομβίνης |
International Society for the Study of Vascular Anomalies (ISSVA) | Διεθνής Εταιρεία Μελέτης των Αγγειακών Ανωμαλιών |
International Society for Vascular Surgery (ISVS) | Παγκόσμια Αγγειοχειρουργική Εταιρεία, Παγκόσμια Εταιρεία Αγγειοχειρουργικής |
International Society of Lymphology (ISL) | Διεθνής Λεμφολογική Εταιρεία |
International Society on Thrombosis and Haemostasis (ISTH) | Διεθνής Εταιρεία Θρόμβωσης και Αιμόστασης |
interventional angiography (IVA) | επεμβατική αγγειογραφία |
interventional cardiologist (IVC) | επεμβατικός καρδιολόγος, επεμβατική καρδιολόγος |
interventional cardiology (IVC) | επεμβατική καρδιολογία |
interventional neuroradiology (INR) | επεμβατική νευροακτινολογία, παρεμβατική νευροακτινολογία |
interventional radiologist (IR) | επεμβατικός ακτινολόγος |
interventional radiology (IR) | επεμβατική ακτινολογία, παρεμβατική ακτινολογία |
interventional ultrasonography (IVUS) | επεμβατική υπερηχογραφία |
interventionalist | υπέρμαχος της επεμβατικής προσέγγισης, οπαδός του επεμβατισμού, παρεμβατιστής, επεμβατιστής, υπέρμαχος του επεμβατισμού |
intra-arterial thrombolysis (IAT) | ενδαρτηριακή θρομβόλυση |
intracaval endovascular ultrasonography (ICEUS) | ενδοπυλαία ενδαγγειακή υπερηχογραφία |
intracompartmental pressure | ενδοδιαμερισματική πίεση |
intracranial venous pressure | ενδοκρανιακή φλεβική πίεση |
intracranial venous sinus thrombosis | θρόμβωση ενδοκρανιακού φλεβώδους κόλπου |
intraluminal coronary artery stent | ενδοαυλική ενδοπρόθεση στεφανιαίας αρτηρίας |
intraluminal | ενδοαυλικός, ενδοαυλική, ενδοαυλικό |
intraoperative | ενδοεγχειρητικός, ενδοεγχειρητική, ενδοεγχειρητικό, ενδοεπεμβατικός, ενδοεπεμβατική, ενδοεπεμβατικό |
intraosseous phlebography | διοστική φλεβογραφία |
intraprocedural | ενδοεγχειρητικός, ενδοεγχειρητική, ενδοεγχειρητικό, ενδοεπεμβατικός, ενδοεπεμβατική, ενδοεπεμβατικό |
intrathrombus | ενδοθρομβικός |
intravascular clotting (IC, IVC) | ενδοαγγειακή θρόμβωση, ενδαγγειακή θρόμβωση |
intravascular coagulation and fibrinolysis (ICF) | ενδαγγειακή πήξη και ινωδόλυση |
intravascular consumption coagulopathy (IVCC) | διάχυτη ενδαγγειακή πήξη (ΔΕΠ) |
intravascular consumptive coagulopathy (IVCC) | διάχυτη ενδαγγειακή πήξη (ΔΕΠ) |
intravascular thrombosis | ενδαγγειακή θρόμβωση, ενδοαγγειακή θρόμβωση |
intravascular ultrasound (IVUS) | ενδαγγειακή υπερηχογραφία, ενδαγγειακό υπερηχογράφημα |
intravenous thrombolysis (IVT) | ενδοφλέβια θρομβόλυση |
intussusceptive angiogenesis | αγγειογένεση με εγκολεασμό |
isolated distal deep vein thrombosis (IDDVT) | μεμονωμένη άπω εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, μεμονωμένη άπω εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
Italian Society for Angiology and Vascular Medicine | Ιταλική Εταιρεία Αγγειολογίας και Αγγειακής Ιατρικής, Ιταλική Εταιρεία Αγγειολογίας και Αγγειοπαθολογίας |
Italian Society for Haemostasis and Thrombosis (SISET) | Ιταλική Εταιρεία Αιμόστασης και Θρόμβωσης, Ιταλική Εταιρεία για τη Μελέτη της Αιμόστασης και της Θρόμβωσης |
itching | φαγούρα, κνησμός |
jailed side branch | πλευρικός κλάδος που καλύπτεται από ενδοπρόθεση |
jailed stent balloon technique (JSBT) | τεχνική μπαλονιού με εγκλωβισμό σύρματος ενδοπρόθεσης, τεχνική μπαλονιού με παγίδευση σύρματος ενδοπρόθεσης |
jailed wire technique (JWT) | τεχνική με εγκλωβισμό σύρματος ενδοπρόθεσης, τεχνική με παγίδευση σύρματος ενδοπρόθεσης |
Japanese Society of Pulmonary Embolism Research (JaSPER) | Ιαπωνική Εταιρεία Έρευνας Πνευμονικής Εμβολής, Ιαπωνική Εταιρεία Έρευνας για την Πνευμονική Εμβολή |
Journal of Thrombosis and Haemostasis (JTH) | Περιοδικό για τη Θρόμβωση και την Αιμόσταση, Περιοδικό Θρόμβωσης και Αιμόστασης, Επιθεώρηση Θρόμβωσης και Αιμόστασης, Επιθεώρηση για τη Θρόμβωση και την Αιμόσταση |
jugular vein thrombosis | θρόμβωση σφαγίτιδας |
jugular venous pressure (JVP) | σφαγιτιδική φλεβική πίεση |
kissing balloon inflation (KBI) | ταυτόχρονη διαστολή κύριου και πλευρικού κλάδου |
knee-high graduated compression stockings | κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης γόνατος |
large saphenous vein (LSV) | μείζων σαφηνής φλέβα, μείζονα σαφηνής φλέβα |
laser coronary angioplasty (LCA) | αγγειοπλαστική των στεφανιαίων με λέιζερ |
lateral popliteal decompression | αποσυμπίεση πλάγιας ιγνυακής χώρας |
Lee-White coagulation time (LWCT) | χρόνος ροής-πήξης, χρόνος ροής-πήξεως, χρόνος πήξεως Lee-White, χρόνος πήξης Lee-White, χρόνος πήξεως Lee-White, χρόνος πήξης κατά Lee-White, χρόνος πήξεως κατά Lee-White, χρόνος πήξεως Λι-Γουάιτ, χρόνος πήξης Λι-Γουάιτ, χρόνος πήξεως Λι-Γουάιτ, χρόνος πήξης κατά Λι-Γουάιτ, χρόνος πήξεως κατά Λι-Γουάιτ |
leg ulcer | έλκος ποδιού |
ligation | απολίνωση |
limb arterial thrombosis | θρόμβωση αρτηρίας άκρου |
limited to use by physicians experienced in carotid stenting | επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσουν μόνο οι γιατροί με πείρα στην τοποθέτηση καρωτιδικού στεντ |
liquid sclerotherapy | σκληροθεραπεία με υγρό, σκληροθεραπεία με έγχυση σκληρυντικής ουσίας, απλή σκληροθεραπεία |
low-dose unfractionated heparin (LDUH) | χαμηλή δόση μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης |
lower limb arterial thrombosis | θρόμβωση αρτηρίας κάτω άκρου |
low-molecular-weight heparin (LMWH) | ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους (HXMB), χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη (XMBH), ηπαρίνη μικρού μοριακού βάρους (HΜMB), μικρού μοριακού βάρους ηπαρίνη (ΜMBH) |
lumbrokinase | λουμπροκινάση |
lumen | αυλός |
lupus anticoagulant | αντιπηκτικό του λύκου, αντιπηκτικό λύκου |
lying-in | λοχία |
lymphangiophlebitis | λεμφαγγειοφλεβίτιδα, λεμφογγειοφλεβίτις |
lymphangioplasty | λεμφαγγειοπλαστική |
lymphedema therapist | λεμφοθεραπευτής, λεμφοθεραπεύτρια |
lymphedema | λεμφοίδημα |
lymphoedema specialist | ειδικός λεμφοιδήματος, λεμφοθεραπευτής, λεμφοθεραπεύτρια, λεμφοιδηματολόγος |
lymphoedema therapist | λεμφοθεραπευτής, λεμφοθεραπεύτρια |
lymphologist | λεμφολόγος |
lymphology | λεμφολογία |
lyse | κάνω θρομβόλυση, επιτελώ θρομβόλυση, υποβάλλω σε θρομβόλυση, θρομβολύω |
lysis therapy | θρομβολυτική θεραπεία, θρομβόλυση |
lysis | διάσπαση, θρομβόλυση, λύση |
lytic | λυτικός, θρομβολυτικός |
macrovascular disease (MVD) | μακροαγγειακή νόσος |
macrovascular | μακροαγγειακός, μακροαγγειακή, μακροαγγειακό |
magnetic resonance venography (MRV) | φλεβογραφία μαγνητικού συντονισμού, μαγνητική φλεβογραφία, μαγνητική τομογραφία – φλεβογραφία |
main branch | κύριος κλάδος |
main vessel | κύριο αγγείο |
main-branch | κύριου κλάδου |
major pulmonary embolism (MPE) | μείζων πνευμονική εμβολή |
manual aspiration thrombectomy (MAT) | μη μηχανική θρομβοαναρρόφηση |
massive pulmonary embolism (MPE) | μαζική πνευμονική εμβολή, αθρόα πνευμονική εμβολή |
May-Thurner syndrome (MTS) | σύνδρομο May-Thurner, σύνδρομο Μέι Θέρνερ, σύνδρομο Μέι Τούρνερ, σύνδρομο συμπίεσης λαγόνιας φλέβας, σύνδρομο συμπίεσης της λαγόνιου φλέβας |
mechanical thrombectomy | μηχανική θρομβεκτομή |
mechanochemical ablation (MOCA) | μηχανοχημική κατάλυση, μηχανοχημικός καυτηριασμός |
medical ultrasonography | ιατρική υπερηχογραφία |
medium-molecular-weight heparin (MMWH) | ηπαρίνη μεσαίου μοριακού βάρους |
meningoosteophlebitis | μηνιγγοστεοφλεβίτιδα |
mesenteric vein thrombosis | θρόμβωση της μεσεντέριας φλέβας, θρόμβωση της μεσεντερίου φλέβας |
mesenteric venous thrombosis (MVT) | θρόμβωση μεσεντέριας φλέβας, θρόμβωση της μεσεντέριας φλέβας, θρόμβωση μεσεντερίου φλέβας, θρόμβωση μεσεντερίου φλεβός |
mesophlebitis | μεσοφλεβίτιδα, μεσοφλεβίτις |
metrophlebitis | μητροφλεβίτιδα |
Mickey Mouse sign | σημείο Μίκυ Μάους |
microbubble (MB) | μικροφυσαλίδα |
microcirculatory | μικροκυκλοφοριακός, μικροκυκλοφορικός, της μικροκυκλοφορίας |
microclot formation | μικροθρομβογένεση, μικροθρόμβωση, σχηματισμός μικροθρόμβου |
microclot | μικροθρόμβος |
microclots | μικροθρόμβοι |
microembolization | μικροεμβολισμός |
micronized purified flavonoid fraction (MPFF) | μικροκονιοποιημένο κεκαθαρμένο κλάσμα φλαβονοειδών, μικροποιημένο κεκαθαρμένο κλάσμα φλαβονοειδών |
microthrombi | μικροθρόμβοι |
microthromboembolism | μικροθρομβοεμβολή |
microthrombosis | μικροθρόμβωση |
microthrombotic | μικροθρομβωτικός, μικροθρομβωτική, μικροθρομβωτικό |
microthrombus | μικροθρόμβος |
microvascular decompression (MVD) | μικροαγγειακή αποσυμπίεση |
microvascular disease (MVD) | μικροαγγειακή νόσος |
microvascular | μικροαγγειακός |
migrating phlebitis | μεταναστευτική φλεβίτιδα |
migratory thrombophlebitis | μεταναστευτική θρομβοφλεβίτιδα |
minimum lumen area (MLA) | ελάχιστη επιφάνεια του αυλού, ελάχιστη επιφάνεια αυλού |
minor pulmonary embolism | μικρή πνευμονική εμβολή |
mitral valve thrombosis (MVT, MVThr) | θρόμβωση μιτροειδούς βαλβίδας, θρόμβωση μιτροειδούς βαλβίδος |
MRI-guided focused ultrasound (MRgFUS) | εστιασμένη δέσμη υπερήχων καθοδηγούμενη από μαγνητικό τομογράφο |
Multidisciplinary European Endovascular Therapy (MEET) | Διεπιστημονικός Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ενδαγγειακής Θεραπείας, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ενδαγγειακής Χειρουργικής |
multivascular disease | πολυαγγειακή νόσος |
multivascular | πολυαγγειακός, πολυαγγειακή, πολυαγγειακ |
muscle cramp | μυϊκή κράμπα |
muscle spasm | μυϊκός σπασμός |
muscle spasms | μυϊκοί σπασμοί |
muscle twitch | μυϊκή δεσμίδωση, μυϊκή σύσπαση |
muscle twitching | μυϊκές δεσμιδώσεις, μυϊκές συσπάσεις |
musculovenous pump | φλεβομυϊκή αντλία, μυοφλεβική αντλία |
nano-robotic-based thrombolysis | νανορομποτική θρομβόλυση |
nattokinase | ναττοκινάση |
necrotising vasculitis | νεκρωτική αγγειίτιδα |
necrotizing vasculitis | νεκρωτική αγγειίτιδα |
neonatal thrombophlebitis | θρομβοφλεβίτιδα νεογνού, θρομβοφλεβίτις νεογνού |
neovalve | νεοβαλβίδα |
neovascular age-related macular degeneration | νεοαγγειακή ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (νΗΕΩ) |
neovascularisation | νεοαγγείωση |
neovascularization | νεοαγγείωση |
neuroendovascular | νευροενδαγγειακός, νευροενδοαγγειακός |
nitric oxide (NO) | νιτρικό οξείδιο, μονοξείδιο του αζώτου, οξείδιο του αζώτου |
nitric oxide synthase (NOS) | συνθάση νιτρικού οξειδίου, συνθάση μονοξειδίου του αζώτου, συνθάση οξειδίου του αζώτου |
nitric oxide synthetase (NOS) | συνθετάση νιτρικού οξειδίου, συνθετάση μονοξειδίου του αζώτου, συνθετάση οξειδίου του αζώτου |
non-anticoagulated blood | αίμα που δεν έχει υποβληθεί σε αντιπηκτική επεξεργασία, αίμα ασθενών που δεν λαμβάνουν αντιπηκτική θεραπεία, αίμα ασθενούς δεν που λαμβάνει αντιπηκτική θεραπεία, αίμα που δεν έχει υποβληθεί σε αντιπηκτική διαδικασία, αίμα που δεν περιέχει αντιπηκτικό |
nonthrombogenic | μη θρομβογενετικός, μη θρομβογόνος, μη θρομβοποιητικός |
non-thrombogenic | μη θρομβογενετικός, μη θρομβογόνος, μη θρομβοποιητικός |
nonthrombotic iliac vein lesions (NIVL) | μη θρομβωτικές λαγόνιες φλεβικές βλάβες, μη θρομβωτικές βλάβες της λαγόνιας φλέβας, μη θρομβωτικές βλάβες της λαγόνιου φλέβας, μη θρομβωτικές βλάβες των λαγόνιων φλεβών |
non-valvular atrial fibrillation | μη βαλβιδική κολπική μαρμαρυγή |
non-vasculogenic erectile dysfunction (NVED) | στυτική δυσλειτουργία μη αγγειακής αιτιολογίας |
novel oral anticoagulants (NOACs) | νεότερα από του στόματος αντιπηκτικά, νέα από του στόματος αντιπηκτικά, νεότερα χορηγούμενα από του στόματος αντιπηκτικά |
obliterative phlebitis | αποφρακτική φλεβίτιδα, πλαστική φλεβίτιδα, συγκολλητική φλεβίτιδα |
obstruction | απόφραξη |
obstructive phlebitis | αποφρακτική φλεβίτιδα, πλαστική φλεβίτιδα, συγκολλητική φλεβίτιδα |
omphalophlebitis | ομφαλοφλεβίτιδα, ομφαλοφλεβίτις |
open-toe stocking | κάλτσα ανοιχτού δακτύλου, κάλτσα με ανοιχτά δάχτυλα, κάλτσα ανοικτού δακτύλου, κάλτσα με ανοικτά δάχτυλα, κάλτσα ανοιχτών δακτύλων, κάλτσα ανοικτών δακτύλων |
open-vein hypothesis | υπόθεση ανοιχτής φλέβας |
operative transluminal angioplasty (OTA) | εγχειρητική διαυλική αγγειοπλαστική |
operative transluminal coronary angioplasty (OTCA) | εγχειρητική διαυλική αγγειοπλαστική των στεφανιαίων |
oral anticoagulant (OAC) | από του στόματος αντιπηκτικό, χορηγούμενό από του στόματος αντιπηκτικό |
oral anticoagulant-associated intracerebral hemorrhage (OAC-ICH) | ενδοκρανιακή αιμορραγία οφειλόμενη στα από του στόματος αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία οφειλόμενη στα από του στόματος αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία λόγω αντιπηξίας με από του στόματος αντιπηκτικά |
oral anticoagulants (OACs) | από του στόματος αντιπηκτικά, χορηγούμενα από του στόματος αντιπηκτικά |
oral anticoagulation | στοματική αντιπηξία, από του στόματος αντιπηξία, αντιπηξία από του στόματος |
oral anticoagulation-associated intracerebral hemorrhage (OAC-ICH) | ενδοκρανιακή αιμορραγία οφειλόμενη στα από του στόματος αντιπηκτικά, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία οφειλόμενη στα από του στόματος αντιπηκτικά, ενδοκρανιακή αιμορραγία λόγω αντιπηξίας με από του στόματος αντιπηκτικά |
osteomedullography | διοστική φλεβογραφία |
osteophlebitis | οστεοφλεβίτιδα, οστεοφλεβίτις |
osteothrombosis | οστεοθρόμβωση |
outflow | εκροή |
panarterial ultrasonography (PU) | υπερηχητική παναρτηριογραφία (ΥΠ), παναρτηριακή υπερηχητική αρτηριογραφία |
paradoxic thrombosis syndrome | σύνδρομο παράδοξης θρόμβωσης |
paradoxical embolism | παράδοξη εμβολή |
paradoxical thrombosis syndrome | σύνδρομο παράδοξης θρόμβωσης |
paraesthesia | παραισθησία |
paraneoplastic hypercoagulability syndrome | παρανεοπλασματικό σύνδρομο υπερπηκτικότητας |
paravalvular leak (PVL) | παραβαλβιδική διαφυγή (ΠΒΔ) |
paravascular system | παρααγγειακό σύστημα, οδός γλεμφικής κάθαρσης, γλεμφικό σύστημα, γλοιολεμφικό σύστημα |
partial thromboplastin time (PTT) | χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης |
partial thromboplastin time–lupus anticoagulant (PTT-LA) | χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης – αντιπηκτικό λύκου |
patency | βατότητα |
patent | βατός |
pathological thrombosis | παθολογική θρόμβωση |
patients who cannot be appropriately anticoagulated | ασθενείς για τους οποίους είναι αδύνατη η ρύθμιση της αντιπηκτικής αγωγής |
pelvic varicose veins | κιρσοί πυέλου |
pelvic vein reflux (PVR) | παλινδρόμηση πυελικών φλεβών |
pelvic vein thrombosis (PVT) | θρόμβωση πυελικής φλέβας, θρόμβωση της πυελικής φλέβας |
pelvic venous thrombosis (PVT) | θρόμβωση πυελικής φλέβας, θρόμβωση της πυελικής φλέβας |
penetrating ulcer | διατιτραίνον έλκος |
penile vein thrombosis | φλεβοθρόμβωση πέους |
percutaneous angioplasty | διαδερμική αγγειοπλαστική |
percutaneous intraluminal coronary angioplasty (PICA) | διαδερμική ενδοαυλική αγγειοπλαστική των στεφανιαίων |
percutaneous mechanical thrombectomy (PMT) | διαδερμική μηχανική θρομβεκτομή |
percutaneous transluminal angioplasty (PTA) | διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική |
percutaneous transluminal balloon angioplasty (PTBA) | διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική με μπαλόνι, διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική με μπαλονάκι |
percutaneous transluminal coronary angioplasty (PTCA) | διαδερμική διαυλική στεφανιαία αγγειοπλαστική, διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική στεφανιαίων, μπαλονάκι |
percutaneous transluminal coronary recanalization (PTCR) | διαδερμική διαυλική επανασηραγγοποίηση των στεφανιαίων, διαδερμική διαυλική εκ νέου διάνοιξη του αυλού των στεφανιαίων, διαδερμική διαυλική επαναδιάνοιξη αυλού των στεφανιαίων |
percutaneous transluminal recanalization (PTR) | διαδερμική διαυλική επανασηραγγοποίηση, διαδερμική διαυλική εκ νέου διάνοιξη του αυλού |
perforating arteries | διατιτραίνουσες αρτηρίες, διατιτρώσες αρτηρίες |
perforating branch | διατιτραίνων κλάδος |
perforating ulcer | διατιτραίνον έλκος |
perforating veins | διατιτραίνουσες φλέβες, διατιτρώσες φλέβες |
perforating | διατιτραίνων, διατιτραίνουσα, διατιτρώσα |
perforator vein | διατιτραίνουσα φλέβα, διατιτρώσα φλέβα |
perforator veins | διατιτραίνουσες φλέβες, διατιτρώσες φλέβες |
perforator | διατιτραίνων, διατιτραίνουσα, διατιτρώσα, διατιτραίνων αγγείο |
period following birth | λοχία |
peripheral arterial disease (PAD) | περιφερική αγγειοπάθεια, περιφερική αρτηριοπάθεια, περιφερική αρτηριακή νόσος (ΠΑΝ) |
peripheral arteriovenography | περιφερική αρτηριοφλεβογραφία |
peripheral artery disease (PAD) | περιφερική αγγειοπάθεια, περιφερική αρτηριοπάθεια, περιφερική αρτηριακή νόσος (ΠΑΝ) |
peripheral vascular disease (PVD) | περιφερική αγγειακή νόσος (ΠΑΝ), περιφερική αγγειοπάθεια, περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια |
peripheral vascular disorder (PVD) | περιφερική αγγειακή νόσος, περιφερική αγγειοπάθεια, περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια |
peripheral vascular resistance (PVR, PVS) | περιφερική αντίσταση των αγγείων, περιφερική αγγειακή αντίσταση |
periprocedural anticoagulation | περιεγχειρητική αντιπηξία, περιεπεμβατική αντιπηξία, αντιπηξία κατά τη διάρκεια της επέμβασης |
periprocedural thromboembolic risk | περιεγχειρητικός θρομβοεμβολικός κίνδυνος, περιεπεμβατικός θρομβοεμβολικός κίνδυνος |
perivascular dermatitis | περιαγγειακή δερματίτιδα |
perivascularly | περιαγγειακά, περιαγγειακώς |
perivasculitis | περιαγγειίτιδα, περιαγγειίτις |
pharmacomechanical catheter-directed thrombolysis (PCDT) | φαρμακομηχανική θρομβόλυση κατευθυνόμενη από καθετήρα, φαρμακομηχανική θρομβόλυση με καθετήρα, φαρμακομηχανική θρομβόλυση μέσω καθετήρα, φαρμακομηχανική θρομβόλυση υπό την καθοδήγηση καθετήρα |
pharmacomechanical thrombectomy | φαρμακομηχανική θρομβεκτομή |
pharmacomechanical thrombolysis | φαρμακομηχανική θρομβόλυση |
pharmacomechanical | φαρμακομηχανικός |
phlebitis | φλεβίτιδα, φλεβίτις |
phlebodynamometry | φλεβοδυναμομετρία, φλεβοδυναμομέτρηση |
phlebograph | φλεβογράφος, φλεβόγραμμα |
phlebography (pg) | φλεβογραφία |
phlebologist | φλεβολόγος |
phlebology | φλεβολογία |
phlebothrombosis | φλεβοθρόμβωση, φλεβοθρόμβωσις |
phlebotonic | φλεβοτονικός, φλεβοτονική, φλεβοτονικό |
phlebotropic | φλεβοτροπικός, φλεβοτροπική, φλεβοτροπικό |
phlegmasia cerulea dolens (PCD) | κυανή επώδυνη φλεγμονή |
photoplethysmogram (PPG) | φωτοπληθυσμογραφία, φωτοπληθυσμογράφημα |
photoplethysmograph (PPG) | φωτοπληθυσμογράφος |
photoplethysmography (PPG) | φωτοπληθυσμογραφία |
photothrombosis | φωτοθρόμβωση |
photothrombotic | φωτοθρομβωτικός |
phylloquinone | φυλλοκινόνη, βιταμίνη K1, φυτομεναδιόνη |
phytomenadione | φυλλοκινόνη, βιταμίνη K1, φυτομεναδιόνη |
plasmapheresis | αφαίρεση πλάσματος, πλασμαφαίρεση |
plasmin inhibitor (PI) | αναστολέας πλασμίνης, άλφα 2-αντιπλασμίνη, α2-αντιπλασμίνη |
plasmin-antiplasmin complex (PAPC) | σύμπλεγμα πλασμίνης-αντιπλασμίνης |
plasmin-mediated fibrinolysis | ινωδόλυση που διαμεσολαβείται από την πλασμίνη, πλασμινοδιαμεσολαβούμενη ινωδόλυση, πλασμινομεσολαβούμενη ινωδόλυση |
plasminogen activator inhibitor – type 1 (PAI-1) | αναστολέας του ενεργοποιητή πλασμινογόνου-1, αναστολέας του ενεργοποιητή πλασμινογόνου 1, αναστολέας του ενεργοποιητή ενδοθηλιακού πλασμινογόνου, σερπίνη Ε1 |
plasminogen activator inhibitor (PAI) | αναστολέας του ενεργοποιητή πλασμινογόνου |
platelet agglutination inhibitor | αναστολέας συγκόλλησης αιμοπεταλίων, αντιαιμοπεταλιακό, αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο |
platelet aggregation (PA) | συσσώρευση αιμοπεταλίων |
platelet aggregation inhibitor | αναστολέας συσσώρευσης αιμοπεταλίων, αντιαιμοπεταλιακό, αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο |
platelet aggregatiοn | συνάθροιση αιμοπεταλίων |
plethysmograph | πληθυσμογράφος |
pneumoplethysmography | πνευμοπληθυσμογραφία |
polyvascular disease | πολυαγγειακή νόσος |
polyvascular | πολυαγγειακός, πολυαγγειακή, πολυαγγειακ |
popliteal artery aneurysm | ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας |
popliteal artery | ιγνυακή αρτηρία |
popliteal cavity | ιγνυακή κοιλότητα, ιγνυακός βόθρος, ιγνύα, ιγνύς |
popliteal fascia | ιγνυακή περιτονία |
popliteal fossa | ιγνυακή κοιλότητα, ιγνυακός βόθρος, ιγνύα, ιγνύς |
popliteal groove | ιγνυακή αύλακα |
popliteal muscle | ιγνυακός μυς |
popliteal pump | ιγνυακή αντλία |
popliteal stenosis | ιγνυακή στένωση |
popliteal surface | ιγνυακή επιφάνεια |
popliteal swelling | οίδηµα ιγνυακού βόθρου |
popliteal vein | ιγνυακή φλέβα |
popliteal vessel | ιγνυακό αγγείο |
popliteal | ιγνυακός, ιγνυακή, ιγνυακό |
portal vein thrombosis (PVT) | θρόμβωση πυλαίας φλέβας, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας, πυλαία φλεβική θρόμβωση, πυλαία θρόμβωση, πυελοθρόμβωση, πυλαιοθρόμβωση |
posterior accessory saphenous vein (PASV) | οπίσθια επικουρική σαφηνής φλέβα (ΟΕΣΦ) |
posterior thigh circumflex vein (PTCV) | οπίσθια περισπώμενη φλέβα του μηρού (ΟΠΦΜ) |
postnatal period | λοχία |
postoperative (PO) | μετεγχειρητικός |
postoperative thrombosis | μετεγχειρητική θρόμβωση |
postpartum iliofemoral thrombophlebitis | επιλόχεια λαγονομηριαία θρομβοφλεβίτιδα |
postpartum period | λοχία |
postpartum venous thrombosis (PVT) | φλεβοθρόμβωση μετά τον τοκετό, φλεβική θρόμβωση μετά τον τοκετό |
post-partum venous thrombosis (PVT) | φλεβοθρόμβωση μετά τον τοκετό, φλεβική θρόμβωση μετά τον τοκετό |
postthrombotic syndrome (PTS) | μεταθρομβωτικό σύνδρομο (ΜΘΣ), μεταφλεβιτιδικό σύνδρομο |
post-thrombotic syndrome (PTS) | μεταθρομβωτικό σύνδρομο (ΜΘΣ), μεταφλεβιτιδικό σύνδρομο |
postthrombotic | μεταθρομβωτικός, μεταθρομβωτική, μεταθρομβωτικό |
post-thrombotic | μεταθρομβωτικός, μεταθρομβωτική, μεταθρομβωτικό |
post-traumatic lymphedema | μετατραυματικό λεμφοίδημα |
post-vaccination embolic and thrombotic events | θρομβεμβολικά συμβάντα μετά από εμβολιασμό, μετεμβολιαστικά θρομβεμβολικά συμβάντα, μετεμβολιαστικά εμβολικά και θρομβωτικά συμβάντα |
predictor | παράγοντας πρόβλεψης, δείκτης πρόβλεψης, μέσο πρόβλεψης |
pretibial edema | προκνημιαίο οίδημα |
pretibial oedema | προκνημιαίο οίδημα |
primary coagulation system | πρωτογενές σύστημα πήξης |
primary lymphedema | πρωτοπαθές λεμφοίδημα |
primary venous insufficiency (PVI) | πρωτοπαθής φλεβική ανεπάρκεια (ΠΦΑ) |
procoagulant | με αύξηση στην πηκτικότητα, που αυξάνει την πηκτικότητα, προπηκτικός, προπηκτική, προπηκτικό |
profibrinolytic | που προάγει την ινωδόλυση, φιλοϊνωδολυτικός, φιλοϊνωδολυτική, φιλοϊνωδολυτικό |
Prospective Investigation of Pulmonary Embolism Diagnosis (PIOPED) | Προοπτική Έρευνα Διάγνωσης της Πνευμονικής Εμβολής, Προοπτική Έρευνα Διαγνώσεως της Πνευμονικής Εμβολής |
prosthetic valve thrombosis (PVT) | θρόμβωση προσθετικής βαλβίδας, θρόμβωση προσθετικής βαλβίδος |
protein C deficiency | ανεπάρκεια πρωτεΐνης C |
protein C | πρωτεΐνη C |
protein S deficiency | ανεπάρκεια πρωτεΐνης S |
protein S | πρωτεΐνη S |
prothrombin complex concentrate (PCC) | συμπυκνωμένο προθρομβινικό σύμπλεγμα, συμπυκνωμένο σύμπλεγμα προθρομβίνης, σύμπλεγμα παράγοντα IX |
prothrombin G20210A | προθρομβίνη G20210A |
prothrombin time (PT) | χρόνος προθρομβίνης |
prothrombin | προθρομβίνη |
prothrombotic | θρομβοφιλικός, που προάγει τη θρόμβωση, φιλοθρομβωτικός, προθρομβωτικός |
provoked thrombosis | προκλητή θρόμβωση, θρόμβωση με την παρουσία προδιαθεσικού-εκλυτικού παράγοντα κινδύνου |
puerperium | λοχία |
pulmonary angiography | πνευμονική αγγειογραφία |
pulmonary arteriography | πνευμονική αρτηριογραφία |
pulmonary artery thrombosis | θρόμβωση πνευμονικής αρτηρίας |
pulmonary capillary hemangiomatosis (PCH) | πνευμονική τριχοειδική αιμαγγειωμάτωση |
pulmonary embolism (PE) | πνευμονική εμβολή (ΠΕ) |
pulmonary embolism response team (PERT) | ομάδα απόκρισης σε περιστατικά πνευμονικής εμβολής, ομάδα αντιμετώπισης περιστατικών πνευμονικής εμβολής |
pulmonary embolus (PE) | πνευμονικό έμβολο (ΠΕ) |
pulmonary thromboendarterectomy (PTE) | πνευμονική θρομβοενδαρτηρεκτομή |
pulmonary thrombosis | πνευμονική θρόμβωση |
pulmonary vascular resistance (PVR) | πνευμονική αγγειακή αντίσταση |
pulmonary vasculitis | αγγειίτιδα πνευμόνων, πνευμονική αγγειίτιδα |
pulmonary vein thrombosis (PVT) | θρόμβωση πνευμονικής φλέβας |
pulmonary venous thrombosis (PVT) | θρόμβωση πνευμονικής φλέβας |
pulse volume (PV) | όγκος παλμού (ΟΠ) |
pulse volume recording (PVR) | καταγραφή όγκου παλμού, φωτοπληθυσμογραφία |
pylethrombosis | θρόμβωση πυλαίας φλέβας, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας, πυλαία φλεβική θρόμβωση, πυλαία θρόμβωση, πυελοθρόμβωση, πυλαιοθρόμβωση |
quality of life (QoL) | ποιότητα ζωής |
radioembolization | ακτινοοεμβολισμός |
raising of the legs | ανάρροπος θέση, ανάρροπος θέσις, ανάρροπη θέση |
rebound hypercoagulability | απότομη αντανακλαστική αύξηση της πηκτικότητας μετά τη διακοπή λήψης αντιπηκτικών φαρμάκων |
rebound hypercoagulation | απότομη αντανακλαστική αύξηση της πηκτικότητας μετά τη διακοπή λήψης αντιπηκτικών φαρμάκων |
recanalization, recanalisation | επανασηραγγοποίηση, επανασηράγγωση, εκ νέου διάνοιξη του αυλού, επαναδιάνοιξη αυλού |
recanalize, recanalise | επανασηραγγοποιούμαι, ανοίγω εκ νέου |
recombinant tissue plasminogen activator (rtPA) | ανασυνδυασμένος ιστικός ενεργοποιητής του πλασμινογόνο |
recurrent deep vein thrombosis (RDVT) | υποτροπιάζουσα εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, υποτροπιάζουσα εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση |
recurrent minor pulmonary embolism | υποτροπιάζουσα μικρή πνευμονική εμβολή |
recurrent pulmonary embolism (RPE) | υποτροπιάζουσα πνευμονική εμβολή |
redness | ερυθρότητα |
refluxing varicose veins | παλινδρομούσες κιρσώδεις φλέβες |
renal artery thrombosis (RAT) | θρόμβωση νεφρικής αρτηρίας |
renal percutaneous transluminal angioplasty (RPTA) | διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική της νεφρικής αρτηρίας |
renal vein thrombosis (RVT) | θρόμβωση των νεφρικών φλεβών (ΘΝΦ), θρόμβωση της νεφρικής φλέβας (ΘΝΦ), θρόμβωση νεφρικής φλέβας (ΘΝΦ) |
renal venous thrombosis (RVT) | θρόμβωση νεφρικής φλέβας, θρόμβωση της νεφρικής φλέβας |
renovascular hypoplasia | νεφραγγειακή υποπλασία |
restenosis | επαναστένωση |
rethrombosis | επαναθρόμβωση, εκ νέου θρόμβωση |
retinal artery thrombosis | θρόμβωση της αμφιβληστροειδικής αρτηρίας |
retinal vascular thrombosis | θρόμβωση αγγείου του αμφιβληστροειδούς |
retinal vein thrombosis (RVT) | θρόμβωση αμφιβληστροειδικής φλέβας, θρόμβωση φλέβας αμφιβληστροειδούς, θρόμβωση φλέβας του αμφιβληστροειδούς |
revascularization | επαναγγείωση |
rheolytic thrombectomy | ρεολυτική θρομβεκτομή |
rheolytic thrombolysis | ρεολυτική θρομβόλυση |
rheolytic | ρεολυτικός |
risk assessment for venous thromboembolism | εκτίμηση φλεβικού θρομβοεμβολικού κινδύνου |
rivaroxaban (Xarelto) | ριβαροξαβάνη, ριβαροξαμπάνη |
rotational atherectomy (RA) | περιστροφική αθηρεκτομή |
Rudolf Virchow | Ρούντολφ Βέρχιο |
ruptured varicose vein | ραγείς κιρσός |
Sabina Villalta | Σαμπίνα Βιλλάλτα |
saphenectomy | σαφηνεκτομή |
saphenofemoral bypass (SFB) | σαφηνομηριαία παράκαμψη |
saphenofemoral junction (SFJ) | σαφηνομηριαία συμβολή |
saphenofemoral valve | σαφηνομηριαία βαλβίδα |
saphenofemoral | σαφηνομηριαίος, σαφηνομηριαία, σαφηνομηριαίο |
saphenopopliteal bypass (SPB) | σαφηνοϊγνυακή φλεβική παράκαμψη, σαφηνοϊγνυακή παράκαμψη |
saphenopopliteal junction (SPJ) | σαφηνοϊγνυακή συμβολή |
saphenopopliteal valve | σαφηνοϊγνυακή βαλβίδα |
saphenopopliteal vein anastomosis | αναστόμωση σαφηνοϊγνυακής φλέβας |
saphenopopliteal vein bypass | σαφηνοϊγνυακή φλεβική παράκαμψη |
saphenopopliteal | σαφηνοϊγνυακός, σαφηνοϊγνυακή, σαφηνοϊγνυακό |
saphenous artery | σαφηνής αρτηρία |
saphenous branch | σαφηνής κλάδος |
saphenous hiatus | σαφηνές τρήμα |
saphenous vein bypass (SVB, SVBP) | παράκαμψη με σαφηνή φλέβα |
saphenous vein bypass graft (SVBG) | παράκαμψη με μόσχευμα σαφηνή φλέβα |
saphenous vein cross-over graft (SVCOG) | χιαστό μόσχευμα σαφηνούς φλέβας |
saphenous vein excision | σαφηνεκτομή |
saphenous vein graft (SVG) | μόσχευμα σαφηνούς φλέβας |
saphenous vein interposition graft (SVIG) | ενδιάμεσο μόσχευμα σαφηνούς φλέβας |
saphenous | σαφηνής |
saphenous-femoral junction (SFJ) | σαφηνομηριαία συμβολή |
varices | κιρσοί |
varix | κιρσός |
saphenovarix | κιρσός σαφηνούς |
scar tissue | ουλώδης ιστός |
scarring | δημιουργία ουλής, δημιουργία ουλώδους ιστού, ουλοποίηση, ουλωτικός, ουλωτική, ουλωτικό, ουλώδης, ουλώδες |
scintigraphy (scint, SCINT) | σπινθηρογραφία, σπινθηρογράφημα |
sclerotherapy (ST) | σκληροθεραπεία, σκληρυντική θεραπεία |
secondary anticoagulation system | δευτεροπαθές αντιπηκτικό σύστημα |
secondary coagulation system | δευτερογενές σύστημα πήξης |
secondary lymphedema | δευτεροπαθές λεμφοίδημα |
self-expandable metallic stent (SEMS) | αυτοεκπτυσσόµενο μεταλλικό στεντ, αυτοεκπτυσσόµενή μεταλλική ενδοπρόθεση |
self-expandable stent (SES) | αυτοεκπτυσσόµενο στεντ, αυτοεκπτυσσόµενή ενδοπρόθεση |
semicirculatory varicose veins | ημικυκλικοί κιρσοί, ημικυκλοφοριακοί κιρσοί, κιρσοί ημικυκλικής κυκλοφορίας; |
septic embolism | σηπτική εμβολή |
short saphenous vein (SSV) | ελάσσων σαφηνής φλέβα (ΕΣΦ), μικρή σαφηνής φλέβα |
side branch | πλευρικός κλάδος |
side-branch | πλευρικού κλάδου |
skin induration | σκληρία δέρματος |
skin vasculitis | δερματική αγγειίτιδα |
small saphenous vein (SSV) | ελάσσων σαφηνής φλέβα (ΕΣΦ), μικρή σαφηνής φλέβα |
small vessel disease (SVD) | μικροαγγειακή νόσος, μικροαγγειοπάθεια |
Society for Cardiovascular and Interventional Radiology (SCIR) | Εταιρεία καρδιαγγειακής και επεμβατικής ακτινολογίας |
Society for Vascular Surgery (SVS) | Εταιρεία Αγγειοχειρουργικής, Αγγειοχειρουργική Εταιρεία, Εταιρεία Αγγειακής Χειρουργικής |
Society for Vascular Ultrasound (SVU) | Εταιρεία Αγγειακής Υπερηχογραφίας |
Society of Cardiovascular and Interventional Radiology (SCVIR) | Εταιρεία Καρδιαγγειακής και Επεμβατικής Ακτινολογίας |
Society of Cardiovascular Αnesthesiologists (SCΑ) | Εταιρεία Καρδιοαναισθησιολόγων, Εταιρεία Αναισθησιολόγων Καρδιοαγγειολογίας |
Society of Interventional Radiology (SIR) | Εταιρεία Επεμβατικής Ακτινολογίας |
Society of Non-Invasive Vascular Technology (SNIVT) | Εταιρεία μη Επεμβατικής Αγγειακής Τεχνολογίας |
sonothrombolysis | ηχοθρομβόλυση, θρομβόλυση με υπερήχους |
splenic arterial embolization | εμβολισμός σπληνικής αρτηρίας |
splenic embolization | σπληνικός εμβολισμός |
splenic vein thrombosis | θρόμβωση σπληνικής φλέβας |
standard-dose unfractionated heparin (SDUH) | τυπική δόση μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης |
stasis ulcer | έλκος από φλεβική στάση, έλκος εκ στάσεως, άτονο έλκος |
stenotic | στενωτικός, με στένωση, που παρουσιάζει στένωση |
stent graft | ενδομόσχευμα |
stent retriever (SR) | στεντ ανάκτησης, στεντ ανάκτησης του θρόμβου, στεντ απόσυρσης θρόμβου, νάρθηκας θρομβοαπόσυρσης, ενδονάρθηκας θρομβοαπόσυρσης, στεντ θρομβοαπόσυρσης |
stent | ενδοπρόθεση, ενδονάρθηκας, στεντ, αγγειακή ενδοαυλική πρόθεση, ενδοπρόσθεση, χειρουργικός νάρθηκας |
stented limb | μέλος στο οποίο έχει τοποθετηθεί ενδοπρόθεση, μέλος στο οποίο έχει τοποθετηθεί ενδονάρθηκας |
stenting | εμφύτευση ενδονάρθηκα, εμφύτευση ενδοπρόθεσης, εμφύτευση στεντ, τοποθέτηση ενδονάρθηκα, τοποθέτηση ενδοπρόθεσης, τοποθέτηση στεντ, τοποθέτηση ενδαγγειακού ενδονάρθηκα, τοποθέτηση ενδαγγειακής ενδοπρόθεσης, τοποθέτηση ενδαγγειακού στεντ |
stent-retriever thrombectomy | θρομβεκτομή με στεντ ανάκτησης, θρομβεκτομή με στεντ ανάκτησης του θρόμβου, θρομβεκτομή με στεντ απόσυρσης θρόμβου, θρομβεκτομή με νάρθηκα θρομβοαπόσυρσης, θρομβεκτομή με ενδονάρθηκα θρομβοαπόσυρσης, θρομβεκτομή με στεντ θρομβοαπόσυρσης |
stereoangiography | στερεοσκοπική αγγειογραφία |
stereoscopic angiography | στερεοσκοπική αγγειογραφία |
stripping | εκρίζωση |
stroke volume (SV) | όγκος παλμού (ΟΠ) |
stroke | εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό |
stroke-causing clot | θρόμβος που προκαλεί εγκεφαλικό |
subclavian artery thrombosis | θρόμβωση υποκλείδιας αρτηρίας |
subclavian vein thrombosis (SVT) | θρόμβωση υποκλείδιας φλέβας, θρόμβωση υποκλειδίου φλέβας, θρόμβωση της υποκλείδιας φλέβας, θρόμβωση της υποκλειδίου φλέβας |
subcutaneous injection | υποδόρια ένεση |
subfascial endoscopic perforator vein surgery (SEPS) | υποπεριτονιακή ενδοσκοπική χειρουργική των διατιτρωσών φλεβών |
subfoveal choroidal neovascularization | υποβοθριακή χοριοειδική νεοαγγείωση |
sublingual varicose veins | υπογλώσσιοι κιρσοί |
submassive pulmonary embolism (smPE, SMPE) | υπομαζική πνευμονική εμβολή, υποαθρόα πνευμονική εμβολή |
sulodexide (SDX) | σουλοδεξίδη |
superficial accessory saphenous vein (SASV) | επιπολής επικουρική σαφηνής φλέβα (ΕΕΣΦ) |
superficial femoral vein (SFV) | επιπολής μηριαία φλέβα (ΕΜΦ) |
superficial thrombophlebitis (STA) | επιπολής θρομβοφλεβίτιδα, επιπολής θρομβοφλεβίτις |
superficial vein thrombosis (SVT) | θρόμβωση επιπολής φλέβας, θρόμβωση φλεβών του επιπολής δικτύου, θρόμβωση φλέβας του επιπολής δικτύου |
superficial vein | δερματική φλέβα, επιπολής φλέβα |
superficial venous reflux (SVR) | επιπολής φλεβική παλινδρόμηση, παλινδρόμηση στις επιπολής φλέβες |
superficial venous system (SVS) | επιπολής φλεβικό σύστημα, σύστημα των επιπολής φλεβών |
superficial venous thrombosis (SVT) | επιπολής φλεβική θρόμβωση (ΕΦΘ), επιπολής φλεβοθρόμβωση (ΕΦΘ), θρόμβωση των επιπολής φλεβών |
superior sagittal sinus thrombosis (SSST) | θρόμβωση άνω οβελιαίου κόλπου |
superwarfarin | υπερβαρφαρίνη |
surgical treatment of atrial fibrillation | χειρουργική θεραπεία κολπικής μαρμαρυγής, χειρουργική θεραπεία της κολπικής μαρμαρυγής |
swelling | οίδημα |
systemic necrotizing vasculitis (SNV) | συστηματική νεκρωτική αγγειίτιδα |
systemic peripheral vascular resistance (SPVR) | συστηματική περιφερική αντίσταση των αγγείων, συστημική περιφερική αντίσταση των αγγείων |
systemic vascular resistance (SVR) | συστημική αγγειακή αντίσταση, συστηματική αγγειακή αντίσταση |
systemic vasculitis | συστηματική αγγειίτιδα, συστηματική αγγειίτις |
tail axoneme intra-lumenal spiral (ΤAILS) | ενδοαυλική σπείρα ουραίου αξονήματος |
thigh-high graduated compression stockings | κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης ριζομηρίου |
thigh-high stockings | κάλτσες ριζομηρίου |
thigh-length stockings | κάλτσες ριζομηρίου |
thoracic endovascular aneurysm repair (TEVAR) | ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος της θωρακικής αορτής, ενδαγγειακή αποκατάσταση της θωρακικής αορτής |
thoracic endovascular aortic repair (TEVAR) | ενδαγγειακή αποκατάσταση ανευρύσματος της θωρακικής αορτής, ενδαγγειακή αποκατάσταση της θωρακικής αορτής |
three-dimensional ultrasound | τρισδιάστατος υπέρηχος, τρισδιάστατοι υπέρηχοι, τρισδιάστατη υπερηχογραφία, τριδιάστατος υπέρηχος, τριδιάστατοι υπέρηχοι, τριδιάστατη υπερηχογραφία |
throbbing | αίσθημα παλμών, φλεβικοί σπασμοί, φλεβοσπασμός, φλεβοσπασμοί |
thrombapheresis | θρομβαφαίρεση |
thrombasthenia | θρομβασθένεια |
thrombectomy | θρομβεκτομή |
thrombelastogram (TEG) | θρομβοελαστογράφημα |
thrombembolia | θρομβοεμβολή, θρομβοεμβολισμός |
thrombendarterectomy (TEA) | θρομβοενδαρτηρεκτομή, θρομβενδαρτηρεκτομή |
thrombin clotting time (TCT) | χρόνος πήξης θρομβίνης, χρόνος πήξης της θρομβίνης, χρόνος πήξεως της θρομβίνης, χρόνος πήξεως θρομβίνης, χρόνος θρομβίνης |
thrombin inhibitor | αναστολέας θρομβίνης |
thrombin receptor (TR) | υποδοχέας θρομβίνης |
thrombin time (TT) | χρόνος θρομβίνης |
thrombin time prolonged | χρόνος θρομβίνης παρατεταμένος |
thrombin time shortened | χρόνος θρομβίνης βραχύς |
thrombin | θρομβίνη |
thrombin-activatable fibrinolysis inhibitor (TAFI) | αναστολέας ινωδόλυσης ενεργοποιήσιμος από τη θρομβίνη, αναστολέας της ινωδόλυσης ενεργοποιημένος από θρομβίνη, καρβοξυπεπτιδάση B2, καρβοξυπεπτιδάση U, καρβοξυπεπτιδάση πλάσματος B |
thrombin-antithrombin complex (TAT) | σύμπλεγμα θρομβίνης-αντιθρομβίνης |
thrombinogen | θρομβινογόνο, προθρομβίνη |
thrombin-sensitive protein (TSP) | θρομβινοευαίσθητη πρωτεΐνη, πρωτεΐνη ευαίσθητη στη θρομβίνη |
thromboangiitis obliterans (TAO, TO) | αποφρακτική θρομβοαγγειίτιδα, αποφρακτική θρομβοαγγειίτις, αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα, αποφρακτική θρομβαγγειίτις, νόσος Buerger |
thromboangiitis | θρομβαγγειίτιδα, θρομβαγγειίτις |
thromboarteritis | θρομβαρτηρίτιδα, θρομβαρτηρίτις, θρομβοαρτηρίτιδα |
thromboaspiration | θρομβοαναρρόφηση |
thromboasthenia | θρομβασθένεια, θρομβασθένεια Glanzmann, θρομβοασθένεια, κληρονομική αιμορραγική θρομβασθένεια, σύνδρομο Glanzmann-Naegeli |
thrombocardiology | θροµβοκαρδιολογία |
thromboclasis | θρομβοκλασία, θρομβόλυση |
thromboclastic | θρομβολυτικός |
thrombocyst | θρομβοκύστη |
thrombocystis | θρομβοκύστη |
thrombocytapheresis | θpoμβoκυταφαίpεση, θρομβοκυταφαίρεση |
thrombocyte aggregation | συσσώρευση αιμοπεταλίων |
thrombocyte B (THB) | θρομβοκύτταρο Β |
thrombocyte formation | θρομβοκυτταροποίηση, θρομβοποίηση, παραγωγή θρομβοκυττάρων |
thrombocyte | αιμοπετάλιο, θρομβοκύτταρο |
thrombocyte-migration test (TMT) | δοκιμασία μετανάστευσης θρομβοκυττάρων |
thrombocythaemia | θρομβοκυτταραιμία, θρομβοκυθαιμία, θρομβοκυττάρωση |
thrombocytocrit | αιμοπεταλιοκρίτης |
thrombocytolysis | θρομβοκυτταρόλυση, θρομβοκυτόλυση, καταστροφή αιμοπεταλίων |
thrombocytopaenic purpura | θρομβοπενική πορφύρα |
thrombocytopathia | θρομβοκυτοπάθεια, θρομβοκυτταροπάθεια |
thrombocytopathy | θρομβοκυτοπάθεια, θρομβοκυτταροπάθεια |
thrombocytopenia (TCP, THC) | θρομβοκυτταροπενία, θρομβοκυττοπενία, θρομβοκυτοπενία, θρομβοπενία |
thrombocytopenia and absent radius (TAR) | θρομβοκυτταροπενία με απλασία της κερκίδας |
thrombocytopenia and absent radius syndrome (TARS) | σύνδρομο θρομβοκυτταροπενίας με απλασία της κερκίδας |
thrombocytopenia neonatal | θρομβοκυτταροπενία των νεογνών, νεογνική θρομβοκυτταροπενία, θρομβοπενία των νεογνών, νεογνική θρομβοπενία |
thrombocytopenic | θρομβοκυτταροπενικός, θρομβοπενικός |
thrombocytopoiesis | θρομβοκυτταροποίηση, θρομβοποίηση, παραγωγή θρομβοκυττάρων |
thrombocytopoietic | θρομβοκυτταροποιητικός |
thromboelastograph | θρομβοελαστογράφος |
thromboelastography (TEG) | θρομβοελαστογραφία |
thromboelastometer (TEM) | θρομβοελαστόμετρο |
thromboelastometre (TEM) | θρομβοελαστόμετρο |
thromboelastometry (TEM) | θρομβοελαστομετρία |
thromboembolia | θρομβοεμβολή, θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
thromboembolic cerebrovascular accident (TCVA) | θρομβοεμβολικό εγκεφαλοαγγειακό επεισόδιο |
thromboembolic disease (TED) | θρομβοεμβολική νόσος (ΘΕΝ) |
thromboembolic disease stockings (TED stockings, TEDs) | κάλτσες κατά της θρομβοεμβολικής νόσου |
thromboembolic morbidity | θρομβοεμβολική νοσηρότητα |
thromboembolic prophylaxis | θρομβοεμβολική προφύλαξη |
thromboembolic pulmonary hypertension (TEPH) | θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση (ΘΠΥ) |
thromboembolic risk assessment (TRA) | εκτίμηση θρομβοεμβολικού κινδύνου |
thromboembolic stroke (TES) | θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
thromboembolic | θρομβοεμβολικός, θρομβοεμβολική, θρομβοεμβολικό |
thromboembolism (TE, ThE) | θρομβοεμβολή (ΘΕ), θρομβοεμβολισμός (ΘΕ), θρομβοεμβολικό συμβάν, θρομβοεμβολικό σύμβαμα, θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
Thromboembolism Risk Factors Study (THRIFT) | Μελέτη Παραγόντων Κινδύνου Θρομβοεμβολής, Μελέτη Παραγόντων Θρομβοεμβολικού Κινδύνου |
thromboembolus | έμβολο αιματικού θρόμβου, θρομβοέμβολο |
thromboendarterectomy (TEA) | θρομβοενδαρτηρεκτομή, θρομβενδαρτηρεκτομή |
thromboendocarditis | θρομβοενδοκαρδίτιδα |
thromboendophlebectomy (TEP) | θρομβοενδοφλεβεκτομή |
thrombogen | θρομβογόνο, παράγοντας II, προθρομβίνη |
thrombogenesis | θρομβογένεση, θρόμβωση, σχηματισμός θρόμβου |
thrombogenic | θρομβογενετικός, θρομβογόνος, θρομβοποιητικός |
thromboglobulin beta (TGB) | θρομβοσφαιρίνη-β |
thrombohemorrhagic syndrome (THS) | θρομβοαιμορραγικό σύνδρομο |
thromboid | θρομβοειδής |
thromboinflammation | θρομβοφλεγμονή |
thromboinflammatory | θρομβοφλεγμονώδης, θρομβοφλεγμονώδες |
thrombokinase | θρομβοκινάση, παράγοντας Xa |
thrombokinesis | θρομβοκίνηση, πήξη αίματος |
thrombokinetics | θρομβοκινητική |
thrombologist | θρομβολόγος |
thrombology | θρομβολογία |
thrombolymphangitis | θρομβολεμφαγγειίτιδα |
thrombolysis and angioplasty in myocardial infarction (TAMI) | θρομβόλυση και αγγειοπλαστική σε έμφραγμα μυοκαρδίου |
thrombolysis in myocardial infarction (TIMI) | θρομβόλυση σε έμφραγμα του μυοκαρδίου |
thrombolysis | θρομβόλυση, θρομβόλυσις |
thrombolytic system | θρομβολυτικό σύστημα, σύστημα θρομβόλυσης |
thrombolytic therapy (TLT, TT) | θρομβολυτική θεραπεία, θεραπεία θρομβόλυσης, θεραπεία με θρομβολυτικά |
thrombolytic | θρομβολυτικός, θρομβολυτική, θρομβολυτικό, θρομβολυτικός παράγοντας |
thromboocclusive disease | θρομβοαποφρακτική νόσος |
thrombo-occlusive disease | θρομβοαποφρακτική νόσος |
thromboocclusive | θρομβοαποφρακτικός, θρομβοαποφρακτική, θρομβοαποφρακτικό |
thrombo-occlusive | θρομβοαποφρακτικός, θρομβοαποφρακτική, θρομβοαποφρακτικό |
thrombopathia | θρομβοπάθεια |
thrombopathy | θρομβοπάθεια |
thrombopenia | θρομβοκυτταροπενία, θρομβοκυττοπενία, θρομβοκυτοπενία, θρομβοπενία |
thrombopenic | θρομβοπενικός |
thrombophilia | θρομβοφιλία |
thrombophlebitis (TP) | θρομβοφλεβίτιδα, θρομβοφλεβίτις |
thrombophlebitis migrans (TPM) | μεταναστευτική θρομβοφλεβίτιδα, μεταναστευτική θρομβοφλεβίτις |
thrombophlebitis of vena cava | θρομβοφλεβίτιδα κοίλης φλέβας, θρομβοφλεβίτις κοίλης φλέβας |
thromboplastic activity of the amniotic fluid (TAAF) | θρομβοπλαστική ενέργεια του αμνιακού υγρού |
thromboplastic cell component (TCC) | θρομβοπλαστικό κυτταρικό συστατικό |
thromboplastic plasma component (TPC) | θρομβοπλαστικό συστατικό του πλάσματος |
thromboplastic | θρομβοπλαστικός |
thromboplastid | αιμοπετάλιο, θρομβοκύτταρο |
thromboplastin antibody | αντίσωμα κατά θρομβοπλαστίνης |
thromboplastin generation test (TGT) | δοκιμασία αναπαραγωγής θρομβοπλαστίνης |
thromboplastin time (TPT) | χρόνος θρομβοπλαστίνης |
thromboplastinogen | αντιαιμοφιλική σφαιρίνη, αντιαιμοφιλικός παράγοντας, αντιαιμοφιλικός παράγοντας A, θρομβοπλαστινογόνο, παράγοντας VIII, προθρομβοκινάση, συμπαράγοντας αιμοπεταλίων, συμπαράγοντας αιμοπεταλίων I |
thrombopoiesis | θρομβογένεση, θρομβοκυτταροποίηση, θρομβοποίηση, θρόμβωση, παραγωγή θρομβοκυττάρων, σχηματισμός θρόμβου |
thrombopoiesis-stimulating factor (TSF) | παράγοντας διεγείρων τον σχηματισμό αιμοπεταλίων |
thrombopoietic | θρομβοποιητικός |
thrombopoietin-receptor agonist (TPO-RA) | αγωνιστής του υποδοχέα της θρομβοποιητίνης |
thromboprophylactic | θρομβoπροφυλακτικός, θρομβoπροφυλακτική, θρομβoπροφυλακτικό |
thromboprophylaxis (TP) | θρομβοπροφύλαξη, προληπτική αντιθρομβωτική αγωγή, αντιθρομβωτικός |
thromboreductive | θρομβομειωτικός |
thrombosed varicose vein | θρομβωθείς κιρσός |
thrombosed | θρομβωμένος, θρομβωμένη, θρομβωμένο, θρομβωθείς, θρομβωθείσα, θρομβωθέν, που έχει υποστεί θρόμβωση |
thrombosinusitis | θρομβοκολπίτιδα, θρομβοκολπίτις |
thrombosis (thromb.) | θρόμβωση, θρόμβωσις, σχηματισμός θρόμβου |
thrombosis of portal vein | θρόμβωση πυλαίας φλέβας, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας, πυλαία φλεβική θρόμβωση, πυλαία θρόμβωση, πυελοθρόμβωση, πυλαιοθρόμβωση |
thrombosis on top of pre-existing thrombus | επιθρόμβωση |
thrombosis prevention | θρομβοπροφύλαξη, πρόληψη θρόμβωσης, προφύλαξη για τη θρόμβωση, προφύλαξη για τη φλεβοθρόμβωση |
thrombosis prophylaxis | θρομβοπροφύλαξη, πρόληψη θρόμβωσης, προφύλαξη για τη θρόμβωση, προφύλαξη για τη φλεβοθρόμβωση |
thrombosis risk assessment (TRA) | εκτίμηση κινδύνου θρόμβωσης, εκτίμηση κινδύνου για θρόμβωση, εκτίμηση θρομβωτικού κινδύνου, εκτίμηση θρομβοεμβολικού κινδύνου |
thrombosis with thrombocytopenia syndrome (TTS) | σύνδρομο θρόμβωσης με θρομβοπενία |
thrombospondin (THBS, TSP) | θρομβοσπονδίνη |
thrombostasis | θρομβόσταση |
thrombosthenin | θρομβοσθενίνη |
thrombotest (TT) | θρομβοτέστ |
thrombotic microangiopathy (TMA) | θρομβωτική μικροαγγειοπάθεια |
thrombotic occlusion | απόφραξη από θρόμβο, θρομβωτική απόφραξη |
thrombotic phlegmasia | λεύκη επώδυνος φλεγμονή |
thrombotic storm | θρομβωτική καταιγίδα |
thrombotic stroke | θρομβωτικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, θρομβωτικό εγκεφαλικό επεισόδιο |
thrombotic thrombocytopenic purpura (TTP) | θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα (ΘΘΠ), θρομβωτική θρομβοκυττοπενική πορφύρα (ΘΘΠ), θρομβωτική-θρομβοκυτταροπενική πορφύρα (ΘΘΠ) |
thrombotic vegetation | εκβλάστηση θρόμβου |
thrombotic | θρομβωτικός, θρομβωτική, θρομβωτικό |
thromboxane (Tx, Thx, TxA, TX) | θρομβοξάνη |
thromboxane A2 (TxA2) | θρομβοξάνη Α2 |
thromboxane B (TxB) | θρομβοξάνη Β |
thromboxane B2 (TxB2) | θρομβοξάνη Β2 |
thrombus (throm, thromb) | θρόμβος, θρόμβος αίματος, αιματικός θρόμβος, πήγμα αίματος |
thrombus deposition | εναπόθεση θρόμβου |
thrombus formation time (TFT) | χρόνος σχηματισμού θρόμβου |
thrombus formation | θρομβογένεση, θρόμβωση, σχηματισμός θρόμβου |
tissue plasminogen activator (tPA, PLAT) | ιστικός ενεργοποιητής του πλασμινογόνου (ΙΕΠ), ιστικός ενεργοποιητής πλασμινογόνου (ΙΕΠ), ενεργοποιητής πλασμινογόνου ιστών |
tissue-engineered blood vessels (TEBVs) | αιμοφόρα αγγεία που αποτελούν προϊόν ιστομηχανικής |
tissue-type plasminogen activator (tPA, PLAT) | ιστικός ενεργοποιητής του πλασμινογόνου (ΙΕΠ), ιστικός ενεργοποιητής πλασμινογόνου (ΙΕΠ), ενεργοποιητής πλασμινογόνου ιστών |
total peripheral vascular resistance (TPVR) | ολική περιφερική αγγειακή αντίσταση |
transarterial chemoembolization (TACE) | ενδαρτηριακός χημειοεμβολισμός, διαρτηριακός χημειοεμβολισμός |
transcatheter arterial chemoembolization (TACE) | ενδαρτηριακός χημειοεμβολισμός, αρτηριακός χημειοεμβολισμός μέσω καθετήρα |
transcommisural valvuloplasty | διασυνδεσμική βαλβιδοπλαστική |
transcranial vascular ultrasound (TVU) | διακρανιακή αγγειακή υπερηχογραφία |
transfemoral artery access (TFA) | διαμηριαία αρτηριακή προσπέλαση, διαμηριαία αρτηριακή πρόσβαση, προσπέλαση από τη μηριαία αρτηρία |
transjugular intrahepatic portosystemic stent shunting (TIPSS) | διασφαγιτιδική ενδοηπατική πυλαιοσυστηματική αναστόμωση, διαδερμική διασφαγιτιδική ενδοπατική πυλαιοσυστηματική επικοινωνία, διασφαγιτιδική διηπατική πυλαιοσυστηματική αναστόμωση, διαδερμική διασφαγιτιδική διηπατική πυλαιοσυστηματική επικοινωνία |
transluminal angioplasty (TAP) | διαυλική αγγειοπλαστική |
transluminal balloon angioplasty (TBA) | διαυλική αγγειοπλαστική με μπαλόνι, διαυλική αγγειοπλαστική με μπαλονάκι |
transluminal | διαυλικός, διαυλική, διαυλικό |
transmitral flow | διαμιτροειδική ροή |
transmural valvuloplasty | διατοιχωματική βαλβιδοπλαστική |
transradial catheterization | καθετηριασμός με διακερκιδική προσπέλαση, διακερκιδική προσπέλαση, κερκιδική προσπέλαση, καθετηριασμός της κερκιδικής αρτηρίας, καθετηριασμός μέσω της κερκιδικής αρτηρίας |
transradial | διακερκιδικός, διακερκιδική, διακερκιδικό |
transscleral cyclophotocoagulation (TSCPC, TSCP, TCP) | διασκληρική κυκλοφωτοπηξία |
transthoracic echocardiography (TTE) | διαθωρακική υπερηχοκαρδιογραφία |
transverse sinus thrombosis | θρόμβωση εγκαρσίου κόλπου |
traumatic thrombosis | μετατραυματική θρόμβωση |
travel-related thrombosis | θρόμβωση που σχετίζεται με τα ταξίδια, θρόμβωση που προκαλείται από τα ταξίδια |
Trendelenburg position | θέση Trendelenburg, θέση Τρεντελενμπούργκ, ύπτια θέση με το κεφάλι σε επίπεδο χαμηλότερο από τα πόδια, ανάρροπος θέση, ανάρροπος θέσις, ανάρροπη θέση |
triad of Virchow | τριάδα του Virchow, τριάδα του Βέρχιο |
triple antithrombotic therapy (TAT) | τριπλή αντιθρομβωτική αγωγή, τριπλή αντιθρομβωτική θεραπεία |
trisodium citrate anticoagulant | αντιπηκτικό κιτρικού νατρίου |
trunk of the saphenous veins | στέλεχος των σαφηνών φλεβών |
twitching | μυϊκές δεσμιδώσεις, μυϊκές συσπάσεις |
two-dimensional immunoelectrophoresis (2DIEP) | δισδιάστατη ανοσοηλεκτροφόρηση, διδιάστατη ανοσοηλεκτροφόρηση |
two-dimensional transthoracic echocardiography (2D-TTE) | διδιάστατη διαθωρακική υπερηχοκαρδιογραφία |
two-dimensional ultrasound | δισδιάστατος υπέρηχος, δισδιάστατοι υπέρηχοι, δισδιάστατη υπερηχογραφία, διδιάστατος υπέρηχος, διδιάστατοι υπέρηχοι, διδιάστατη υπερηχογραφία |
type I endoleak | ενδοδιαφυγή τύπου Ι, τύπου Ι ενδοδιαφυγή |
type II endoleak | ενδοδιαφυγή τύπου ΙΙ, τύπου ΙΙ ενδοδιαφυγή |
type III endoleak | ενδοδιαφυγή τύπου ΙΙΙ, τύπου ΙΙΙ ενδοδιαφυγή |
type IV endoleak | ενδοδιαφυγή τύπου IV, τύπου IV ενδοδιαφυγή |
type V endoleak | ενδοδιαφυγή τύπου V, τύπου V ενδοδιαφυγή |
ulceration | εξέλκωση, δημιουργία ελκών, εμφάνιση ελκών, έλκωση, ελκοποίηση |
ultrasonography | υπερηχογραφία, υπερηχογράφημα, υπερηχογράφηση |
ultrasound surgery (US) | υπερηχογραφική χειρουργική, χειρουργική με υπέρηχους, χειρουργική υπερήχων |
ultrasound wand | κεφαλή υπερήχων |
ultrasound-assisted intra-arterial thrombolysis | υποβοηθούμενη από υπερήχους ενδαρτηριακή θρομβόλυση |
ultrasound-assisted thrombolysis | υποβοηθούμενη από υπερήχους θρομβόλυση, θρομβόλυση υποβοηθούμενη από υπερήχους |
ultrasound-guided | υπό την καθοδήγηση υπερηχογραφήματος, με την καθοδήγηση υπερηχογραφήματος, µε τη βοήθεια υπερηχογραφήµατος, διά υπερηχογραφήµατος, υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, με υπερηχογραφική καθοδήγηση, καθοδηγούμενος υπερηχογραφικώς |
unfractionated (UF) | μη κλασματοποιημένος, ακλασματοποίητος |
unfractionated heparin (UFH, UH) | μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη, ακλασματοποίητη ηπαρίνη |
unprovoked thrombosis | απρόκλητη θρόμβωση, θρόμβωση χωρίς την παρουσία προδιαθεσικού-εκλυτικού παράγοντα κινδύνου |
upper limb arterial thrombosis | θρόμβωση αρτηρίας άνω άκρου |
upper-thigh stocking with belt | κάλτσα ριζομηρίου με ζώνη |
urokinase pulmonary embolism trial (UPET) | μελέτη θεραπείας πνευμονικής εμβολής με ουροκινάση |
urokinase-type plasminogen activator (uPA) | ενεργοποιητής πλασμινογόνου τύπου ουροκινάσης |
uterine artery embolization (UAE) | εμβολισμός της μητριαίας αρτηρίας (ΕΜΑ), εμβολισμός ινομυώματος της μήτρας, εμβολισμός ινώματος της μήτρας, εμβολισμός της μητρικής αρτηρίας (ΕΜΑ) |
uterine fibroid embolization (UFE) | εμβολισμός της μητριαίας αρτηρίας (ΕΜΑ), εμβολισμός ινομυώματος της μήτρας, εμβολισμός ινώματος της μήτρας, εμβολισμός της μητρικής αρτηρίας (ΕΜΑ) |
vaccine-induced immune thrombotic thrombocytopenia (VITT) | ανοσολογικής αρχής θρομβωτική θρομβοπενία μετά από εμβολιασμό |
vaccine-induced prothrombotic immune thrombocytopenia (VIPIT) | θρομβοφιλική θρομβοπενία ανοσολογικής αιτιολογίας μετά από εμβολιασμό |
vaccine-induced thrombocytopenia and thrombosis (VITT) | θρομβοπενία και θρόμβωση μετά από εμβολιασμό, θρομβοκυτταροπενία και θρόμβωση μετά από εμβολιασμό |
Valsalva maneuver | χειρισμός Βαλσάλβα, χειρισμός του Βαλσάλβα, χειρισμός Valsalva, χειρισμός του Valsalva, μανούβρα Valsalva, μανούβρα Βαλσάλβα, δοκιμασία Valsava, δοκιμασία Βαλσάλβα, εκπνοή με κλειστή τη γλωττίδα |
Valsalva's test | δοκιμασία Βαλσάλβα, δοκιμασία Valsalva |
valve thrombosis (VT) | βαλβιδική θρόμβωση, θρόμβωση βαλβίδας, θρόμβωση βαλβίδος |
valveless | χωρίς βαλβίδα, άνευ βαλβίδας, αβάλβιδος, αβάλβιδη, αβάλβιδο |
valvular atrial fibrillation | βαλβιδική κολπική μαρμαρυγή |
valvular damage | βαλβιδική βλάβη |
valvular incompetence | βαλβιδική ανεπάρκεια |
valvular insufficiency | βαλβιδική ανεπάρκεια |
valvuloplasty | βαλβιδοπλαστική |
varicose eczema | κιρσώδες έκζεμα |
varicose inflammation | κιρσώδης φλεγμονή |
varicose ulcer (VU) | κιρσώδες έλκος, φλεβικό έλκος, έλκος εκ κιρσών |
varicose ulceration | κιρσώδης εξέλκωση |
varicose vein (VV) | κιρσός, κιρσοειδής φλέβα, κιρσώδης φλέβα, φλεβικός κιρσός, κιρσός φλέβας |
varicose vein incision | εγχείρηση κιρσών |
varicose vein injection | διήθηση κιρσών |
varicose vein operation | χειρουργική επέμβαση κιρσών |
varicose veins (VV, VVs) | κιρσοί, κιρσοειδείς φλέβες, κιρσώδεις φλέβες, φλεβικοί κιρσοί, κιρσοί φλεβών |
varicose veins compression and injection | συμπίεση και διήθηση κιρσών |
varicose veins ligation | απολίνωση κιρσών |
varicose veins stripping | εκρίζωση φλεβικών κιρσών |
varicose | κιρσός, κιρσώδης |
varicosis | κιρσώδης διεύρυνση φλεβών, κιρσοπάθεια, κιρσοί |
vascular access complication | επιπλοκή κατά την προσπέλαση αγγείου |
vascular access device (VAD) | συσκευή αγγειακής πρόσβασης |
vascular addressin | αγγειακή αντρεσίνη |
vascular and interventional radiology (VIR) | αγγειακή και επεμβατική ακτινολογία |
vascular anomaly | αγγειακή ανωμαλία |
vascular bed | αγγειακή κοίτη, αγγειακό δίκτυο |
vascular branch | αγγειακός κλάδος, κλάδος αγγείου |
vascular bundle | αγγειώδης δεσμίδα, ηθμαγγειώδης δεσμίδα, ημθαγγειώδης δεσμίδα, αγγειακό σύστημα φυτών |
vascular bypass dysfunction | δυσλειτουργία αγγειακής παράκαμψης |
vascular bypass graft | παρακαμπτήριο μόσχευμα αγγείου |
vascular bypass | αγγειακή παράκαμψη |
vascular cambium | αγγειώδες κάμβιο, αγωγό κάμβιο, κάμβιο αγωγού ιστού |
vascular capacity | αγγειακή χωρητικότητα |
vascular catheter specimen collection | λήψη δείγματος από αγγειακό καθετήρα |
vascular cauterisation | καυτηρίαση αγγείου |
vascular cell adhesion molecule (VCAM) | μόριο πρόσφυσης κυττάρων στα αγγεία, μόριο προσφύσεως κυττάρων στα αγγεία |
vascular cell adhesion molecule 1 (VCAM-1) | μόριο 1 πρόσφυσης κυττάρων στα αγγεία, μόριο 1 προσφύσεως κυττάρων στα αγγεία |
vascular claudication (VC) | διαλείπουσα χωλότητα αγγειακής αιτιολογίας |
vascular compartment | αγγειακός βόθρος |
vascular compliance | αγγειακή ενδοτικότητα, αγγειακή ελαστικότητα, αγγειακή διατασιμότητα |
vascular compromise | αγγειακή ανεπάρκεια |
vascular cylinder | αγγειακός κύλινδρος, αγγειώδης κύλινδρος, κεντρικός κύλινδρος, άξονας αγγείου μίσχου, στήλη |
vascular dementia | αγγειακή άνοια, πολυεμφρακτική άνοια |
vascular disease (VD) | αγγειακή πάθηση, αγγειακή νόσος, αγγειακή ασθένεια, αγγειακό νόσημα, αγγειοπάθεια |
Vascular Disease Foundation (VDF) | Ίδρυμα Αγγειακών Παθήσεων |
vascular disease of the heart (VDH) | καρδιακή αγγειοπάθεια, καρδιοαγγειοπάθεια |
vascular disorder | αγγειακή διαταραχή |
vascular disorders | αγγειακές διαταραχές |
vascular distensibility | αγγειακή διατασιμότητα |
vascular endothelial growth factor (VEGF) | αυξητικός παράγοντας του αγγειακού ενδοθηλίου, αυξητικός αγγειακός παράγων ενδοθηλίου, αυξητικός αγγειακός παράγοντας ενδοθηλίου, αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, παράγοντας ανάπτυξης του ενδοθηλίου των αγείων |
vascular endothelium | αγγειακό ενδοθήλιο |
vascular fragility | ευθραυστότητα αγγείων |
vascular graft occlusion (VGO) | απόφραξη αγγειακού μοσχεύματος |
vascular graft | αγγειακό μόσχευμα, μόσχευμα αγγείου |
vascular granulation tissue | αγγειοβριθής κοκκιώδης ιστός |
vascular headache (VH) | ημικρανία, κεφαλαλγία αγγειακής αιτιολογίας |
vascular hemophilia | αγγειοαιμορροφιλία, νόσος von Willebrand, σύνδρομο Minot-von Willebrand, σύνδρομο Willebrand, ψευδοαιμορροφιλία |
vascular imaging | απεικόνιση αγγείου |
vascular injury | κάκωση αγγείου |
vascular insufficiency | αγγειακή ανεπάρκεια |
vascular interventional radiologist (VIR) | αγγειακός επεμβατικός ακτινολόγος, επεμβατικός αγγειακός ακτινολόγος, επεμβατικός αγγειοακτινολόγος |
vascular interventional radiology (VIR) | αγγειακή επεμβατική ακτινολογία, επεμβατική αγγειακή ακτινολογία, επεμβατική αγγειοακτινολογία |
vascular lacuna | αγγειακός βόθρος |
vascular layer of eyeball | αγγειώδης χιτώνας οφθαλμού, ραγοειδής χιτώνας οφθαλμού |
vascular leak syndrome (VLS) | σύνδρομο αγγειακής διαφυγής |
vascular medicine | αγγειακή ιατρική, αγγειολογία |
vascular membrane | αγγειακή μεμβράνη |
vascular murmur | αγγειακό φύσημα |
vascular neurologist | αγγειονευρολόγος, αγγειακός νευρολόγος |
vascular neurology | αγγειονευρολογία, αγγειακή νευρολογία |
vascular occlusion | αγγειακή απόφραξη |
vascular occlusive episode (VOE) | αγγειακό αποφρακτικό επισόδιο |
vascular operation | χειρουργική επέμβαση αγγείου |
vascular patch | αγγειακό εμβάλωμα |
vascular pedicle | αγγειακός μίσχος |
vascular permeability (VP) | αγγειακή διαπερατότητα, αγγειοδιαπερατότητα, διαπερατότητα των αγγείων |
vascular permeability factor (VPF) | παράγοντας αγγειακής διαπερατότητας, αγγειακός παράγοντας διαπερατότητας, αυξητικός παράγοντας του αγγειακού ενδοθηλίου, αυξητικός αγγειακός παράγων ενδοθηλίου, αυξητικός αγγειακός παράγοντας ενδοθηλίου, αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, παράγοντας διαπερατότητος των αγγείων |
vascular plasticity | αγγειοπλαστικότητα, αγγειακή πλαστικότητα |
vascular plexus | αγγειακό δίκτυο |
vascular pole | αγγειακός πόλος |
vascular position | ανάρροπος θέση, ανάρροπος θέσις, ανάρροπη θέση |
vascular pressure | φλεβική πίεση |
vascular prosthesis | αγγειακή πρόθεση |
vascular pseudoaneurysm | αγγειακό ψευδοανεύρυσμα |
vascular pseudoparkinsonism | αγγειακός ψευδοπαρκινσονισμός |
vascular purpura | αγγειακή πορφύρα |
vascular radiologist (VR) | αγγειοακτινολόγος |
vascular radiology (VR) | αγγειακή ακτινολογία, αγγειοακτινολογία |
vascular ray | αγγειακή ακτίνα, ακτίνα παρεγχύματος, δευτερογενής εντεριώνια ακτίνα, διαχωριστικό δέσμης αγγείων φυτού |
vascular resistance (VR) | αγγειακή αντίσταση, αντίσταση των αγγείων |
vascular return | φλεβική επιστροφή |
vascular sclerosis | αρτηριοσκλήρυνση, αρτηριοσκλήρωση |
vascular shunt | αγγειακή αναστόμωση |
vascular skin condition | αγγειακή δερματοπάθεια |
vascular smooth muscle (VSM) | λείος μυς των αγγείων |
vascular smooth muscle cell (VSMC) | αγγειακό λείο μυϊκό κύτταρο, λείο μυϊκό κύτταρο των αγγείων |
vascular snare | αγγειακός βρόχος |
vascular space | αγγειακός βόθρος |
vascular spasm | αγγειακός σπασμός, αγγειοσπασμός |
vascular specialist | αγγειολόγος |
vascular spider | αραχνοειδής σπίλος |
vascular spread | αιματογενής διασπορά |
vascular stent | ενδαγγειακή πρόσθεση |
vascular surgeon (VS) | αγγειοχειρουργός |
vascular surgery (VS) | αγγειοχειρουργική, αγγειακή χειρουργική |
Vascular Surgical Society of Great Britain and Ireland (VSSGBI) | Αγγειοχειρουργική Εταιρεία Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας |
vascular system | αγγειακό σύστημα |
vascular technologist | αγγειοτεχνολόγος, τεχνολόγος διάγνωσης αγγειακών παθήσεων |
vascular test | δοκιμασία αγγείου |
vascular thrombosis | αγγειακή θρόμβωση, αγγειοθρόμβωση |
vascular tissue | αγγειακός ιστός |
vascular tone | αγγειακός τόνος |
vascular tonus | αγγειακός τόνος |
vascular tunic of eye | ραγοειδής χιτώνας οφθαλμού, αγγειώδης χιτώνας, αγγειώδης χιτώνας οφθαλμού, ραγοειδής, ραγοειδής χιτώνας |
vascular tunic | αγγειώδης χιτώνας, αγγειώδης χιτώνας οφθαλμού, ραγοειδής, ραγοειδής χιτώνας, ραγοειδής χιτώνας οφθαλμού |
vascular ultrasound (VU) | αγγειακή υπερηχογραφία |
vascular ultrasound | υπερηχογράφημα αγγείου |
vascular | αγγειακός, αγγειακή, αγγειακό, αγγειοβριθής, αγγειοβριθές, αγγειώδης, αγγειώδες |
vascularisation | αγγείωση |
vascularised | αγγειούμενος, αγγειούμενη, αγγειούμενο |
vascularity | αγγειοβρίθεια |
vascularization | αγγείωση, αγγειογένεση, αγγειοποίηση |
vascularize | αγγειώνω |
vascularized buds | εκβλαστήσεις |
vascularized | αγγειοβριθής, αγγειοβριθές, με αγγεία, αγγειοποιημένος, που έχει αγγειοποιηθεί |
vascular-targeted photodynamic therapy | αγγειακής στόχευσης φωτοδυναμική θεραπεία, αγγειακά στοχευμένη φωτοδυναμική θεραπεία, αγγειοειδική φωτοδυναμική θεραπεία |
vascular-targeted | αγγειακής στόχευσης, αγγειακά στοχευμένος, αγγειοειδικός |
vasculature | αγγείωση |
vasculitic rash | αγγειιτιδικό εξάνθημα |
vasculitic | αγγειιτιδικός |
vasculitis cerebral | αγγειίτιδα εγκεφάλου |
vasculitis | αγγειΐτις, αγγειίτιδα, φλεγμονή αγγείου |
vasculogenesis | αναπτυξιακή αγγειογένεση, πρώιμο στάδιο της αγγειογένεσης, αγγειακή διαφοροποίηση, εµβρυογένεση των αγγείων, νεοαγγειογένεση, αγγειογένεση, αγγειοπλασία, αγγειοποίηση |
vasculogenic erectile dysfunction (VED) | αγγειογενής στυτική δυσλειτουργία, στυτική δυσλειτουργία αγγειακής αιτιολογίας |
vasculogenic impotence | ανικανότητα αγγειακής αιτιολογίας |
vasculogenic | αγγειακής αιτιολογίας, αγγειογενής, αγγειογενές |
vasculolymphatic | αγγειολεμφικός |
vasculomotor | αγγειοκινητικός |
vasculopathy | αγγειοπάθεια |
vasculose | αγγειώδης, αγγειώδες |
vasculotoxic | αγγειοτοξικός, αγγειοτοξική, αγγειοτοξικό |
vasoactive | αγγειοδραστικός, αγγειοδραστική, αγγειοδραστικό |
vasoregulation | αγγειορύθμιση |
vasoregulator | αγγειορυθμιστής |
vein specialist | φλεβολόγος, αγγειολόγος |
vein stripping (VS) | εκρίζωση φλέβας, εκρίζωση φλεβών |
vein thrombosis (VT) | φλεβική θρόμβωση (ΦΘ), φλεβοθρόμβωση (ΦΘ), θρόμβωση των φλεβών, θρόμβωση φλέβας |
vein valvular incompetence | φλεβική βαλβιδική ανεπάρκεια |
veinectomy | φλεβεκτομή |
vena cava (VC) | κοίλη φλέβα |
vena cava thrombosis (VCT) | θρόμβωση κοίλης φλέβας |
venoactive drugs (VAD) | φλεβοενεργά φάρμακα |
venoactive | φλεβοενεργός |
venographic | φλεβογραφικός |
venography | φλεβογραφία |
venologist | φλεβολόγος |
venology | φλεβολογία |
venomuscular pump | φλεβομυϊκή αντλία, μυοφλεβική αντλία |
veno-muscular pump | φλεβομυϊκή αντλία, μυοφλεβική αντλία |
venothromboembolic | φλεβοθρομβοεμβολικός |
venous claudication | φλεβική χωλότητα, χωλότητα φλεβικής αιτιολογίας, χωλότητα φλεβικής ανεπάρκειας |
venous duplex ultrasonography | φλεβική υπερηχογραφία duplex |
venous ectasia | φλεβεκτασία |
venous foot pump (VFP) | αεροθάλαμος συμπίεσης φλεβών άκρου ποδός (ΑΣΦΑΠ) |
venous insufficiency | φλεβική ανεπάρκεια |
venous leg ulcer | φλεβικό έλκος ποδιού, άτονο έλκος |
venous obstruction | φλεβική απόφραξη, απόφραξη φλέβας |
venous occlusion plethysmography (VOP) | πληθυσμογραφία φλεβικής απόφραξης |
venous occlusive disease (VOD) | φλεβική αποφρακτική νόσος |
venous outflow obstruction (VOO) | απόφραξη φλεβικής εκροής |
venous outflow | φλεβική εκροή, φλεβική ροή |
venous pooling | φλεβική στάση |
venous pressure measurement | φλεβοδυναμομετρία, φλεβοδυναμομέτρηση |
venous reflux disease (VRD) | νόσος φλεβικής παλινδρόμησης |
venous reflux time (VRT) | χρόνος φλεβικής παλινδρόμησης |
venous reflux | φλεβική παλινδρόμηση |
venous return | φλεβική επιστροφή, φλεβική επάνοδος |
venous rheography | ρεοφλεβογραφία |
venous scintigraphy (VS) | σπινθηρογραφία φλεβών, φλεβικό σπινθηρογράφημα, σπινθηρογράφημα φλεβών |
venous skin ulcer | φλεβικό έλκος, φλεβικό δερματικό έλκος, άτονο έλκος |
venous stasis | φλεβική στάση |
venous stenosis | φλεβική στένωση, στένωση φλέβας |
venous thromboembolic disease (VTD, VTED) | φλεβική θρομβοεμβολική νόσος (ΦΘΝ, ΦΘΕΝ) |
venous thromboembolic episode (VTE) | φλεβικό θρομβοεμβολικό συμβάν, φλεβικό θρομβοεμβολικό σύμβαμα, φλεβικό θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
venous thromboembolic event (VTE) | φλεβικό θρομβοεμβολικό συμβάν, φλεβικό θρομβοεμβολικό σύμβαμα, φλεβικό θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
venous thromboembolism (VTE) | φλεβική θρομβοεμβολή (ΦΘΕ), φλεβικός θρομβοεμβολισμός (ΦΘΕ), φλεβικό θρομβοεμβολικό συμβάν, φλεβικό θρομβοεμβολικό σύμβαμα, φλεβικό θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
venous thrombosis (VT) | φλεβική θρόμβωση (ΦΘ), φλεβοθρόμβωση (ΦΘ), θρόμβωση των φλεβών, θρόμβωση φλέβας |
venous thrombosis deep limb | εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση άκρου, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση άκρου |
venous thrombosis limb | φλεβική θρόμβωση άκρου, φλεβοθρόμβωση άκρου |
venous thrombosis superficial limb | επιπολής φλεβική θρόμβωση άκρου, επιπολής φλεβοθρόμβωση άκρου |
venous thrombus | φλεβικός θρόμβος |
venous ulcer (VU) | φλεβικό έλκος, άτονο έλκος |
venous ulceration (VU) | φλεβική εξέλκωση, φλεβικά έλκη |
venous volume (VV) | φλεβικός όγκος (ΦΟ), όγκος φλεβικού αίματος |
venous obstruction (VO) | φλεβική απόφραξη, απόφραξη φλέβας |
venovenostomy | φλεβοαναστόμωση, φλεβοφλεβοαναστόμωση |
venovenous (VV) | φλεβοφλεβικός (ΦΦ), φλεβοφλεβική (ΦΦ), φλεβοφλεβικό (ΦΦ) |
venovenous double-lumen (VVDL) | φλεβοφλεβικός διπλού αυλού |
venovenous double-lumen catheter | φλεβοφλεβικός καθετήρας διπλού αυλού |
ventricular thrombosis | θρόμβωση κοιλίας |
vessel lumen | αυλός αγγείου |
Villalta scale | κλίμακα Βιλάλτα, κλίμακα Villalta |
Villalta score | βαθμολογία Βιλάλτα, βαθμολογία Villalta |
Virchowian | του Virchow, του Βέρχιο |
Virchow's triad | τριάδα του Virchow, τριάδα του Βέρχιο |
vitamin D | βιταμίνη D, αντιρραχητική βιταμίνη, ασβεστιοφερόλη, καλσιφερόλη, βιταμίνη του ήλιου |
vitamin K antagonist (VKA) | ανταγωνιστής της βιταμίνης Κ |
vitamin K | βιταμίνη Κ |
vitamin K1 | φυλλοκινόνη, βιταμίνη K1, φυτομεναδιόνη |
vulval varicose veins | κιρσοί αιδοίου |
warfarin (Coumadin) | βαρφαρίνη, γουαρφαρίνη, ουαρφαρίνη |
warfarin dose index (WDI) | δείκτης δόσης βαρφαρίνης, δείκτης δοσολογίας βαρφαρίνης |
warfarin embryopathy | εμβρυοπάθεια εκ βαρφαρίνης |
warfarin re-infarction study (WARIS) | μελέτη επανεμφράγματος υπό αγωγή βαρφαρίνης |
warfarinization | βαρφαρινοποίηση, χορήγηση βαρφαρίνης, αγωγή με βαρφαρίνη |
well-developed collateral circulation (WDCC) | καλώς ανεπτυγμένη παράπλευρη κυκλοφορία, καλή παράπλευρη κυκλοφορία |
World Thrombosis Day (WTD) | Παγκόσμια Ημέρα Θρόμβωσης |
X-linked thrombocytopenia (XLT) | φυλοσύνδετη θρομβοπενία |
α2-antiplasmin | αναστολέας πλασμίνης, άλφα 2-αντιπλασμίνη, α2-αντιπλασμίνη |
venoocclusive | φλεβοαποφρακτικός |
venoocclusive disease (VOD) | φλεβοαποφρακτική νόσος |
venoocclusive liver disease | φλεβοαποφρακτική ηπατοπάθεια |
venopressor | φλεβοτονικός |
venopuncture | φλεβοπαρακέντηση ;; φλεβοκέντηση |
vaso-occlusive crisis (VOC) | αγγειοαποφρακτική κρίση |
vasoocclusive crisis (VOC) | αγγειοαποφρακτική κρίση |
vasoocclusion | φλεβοαπόφραξη |
vaso-occlusion | φλεβοαπόφραξη |
veno-occlusive crisis (VOC) | φλεβοαποφρακτική κρίση |
hepatic veno-occlusive disease | φλεβοαποφρακτική ηπατοπάθεια |
veno-occlusive disease with immunodeficiency | φλεβοαποφρακτική νόσος με ανοσοανεπάρκεια |
vascular malformation (VM) | αγγειακή δυσπλασία ;; αγγειοδυσπλασία |
peripheral vascular malformation (PVM) | περιφερική αγγειακή δυσπλασία |
Last modified: May 7, 2023
10:09 am.